Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2011

Το Σύμβολο της Πίστεως και η Κυριακή Προσευχή







To Σύμβολο της Πίστεως



   1
Πιστεύω ες ναν Θεόν, Πατέρα, Παντοκράτορα,
ποιητ
ν ορανο κα γς, ρατν τε πάντων κα οράτων.

 
2 Κα ες ναν Κύριον ησον Χριστόν,
τ
ν Υἱὸν το Θεο τν μονογεν,
τ
ν κ το Πατρς γεννηθέντα πρ πάντων τν αώνων·
φ
ς κ φωτός, Θεν ληθινν κ Θεο ληθινο,
γεννηθέντα ο
ποιηθέντα,
μοούσιον τ Πατρί, δι’ ο τ πάντα γένετο.

 
3 Τν δι’ μς τος νθρώπους κα δι τν μετέραν σωτηρίαν κατελθόντα κ τν ορανν κα σαρκωθέντα
κ Πνεύματος γίου κα Μαρίας τς Παρθένου
κα
νανθρωπήσαντα.

 
4 Σταυρωθέντα τε πρ μν π Ποντίου Πιλάτου,
κα
παθόντα κα ταφέντα.

 
5 Κα ναστάντα τ τρίτ μέρα κατ τς Γραφάς.

 
6 Κα νελθόντα ες τος ορανος
κα
καθεζόμενον κ δεξιν το Πατρός.

 
7 Κα πάλιν ρχόμενον μετ δόξης κρναι ζντας κα νεκρούς, ο τς βασιλείας οκ σται τέλος.

 
8 Κα ες τ Πνεμα τ γιον, τ κύριον, τ ζωοποιόν,
τ
κ το Πατρς κπορευόμενον,
τ
σν Πατρ κα Υἱῷ συμπροσκυνούμενον κα συνδοξαζόμενον,
τ
λαλσαν δι τν προφητν.

 
9 Ες μίαν, γίαν, Καθολικν κα ποστολικν κκλησίαν.

10 μολογ ν βάπτισμα ες φεσιν μαρτιν.

11 Προσδοκ νάστασιν νεκρν.

12 Κα ζων το μέλλοντος αἰῶνος.

μήν.















ALEXANTER SCHMEMANN


"Πιστεύω"


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΠΕΡΙ ΠΙΣΤΕΩΣ

Πνευματική δίψα

Με λαχτάρα δίψας πνευματικής,
κουρασμένα περιπλανήθηκα σ' έρημο ακατοίκητη,
κι ένα εξαπτέρυγο σεραφείμ
μου φανερώθηκε στο σταυροδρόμι....

Από τον «Προφήτη» του Αλεξάνδρου Πούσκιν (1799-1837)


Αν και έχουν περάσει χρόνια και αιώνες αφ' ότου ο Αλέξανδρος Πούσκιν έγραψε τούτα τα αξιοθαύμαστα λόγια του ποιήματός του, αυτά εξακολουθούν να παραμένουν ένας προσφυής ορισμός της μοίρας του ανθρώπου πάνω στη γη: «Με λαχτάρα δίψας πνευματικής...». Πολιτισμοί έχουν διαδεχτεί ο ένας τον άλλον, οι εξωτερικές μορφές της ανθρώπινης ζωής έχουν αλλάξει, το πρόσωπο της γης έχει αλλάξει, αλλά αυτή η πνευματική δίψα παραμένει πάντοτε ακατάλυτη, πάντοτε άσβεστη. Είναι ένα δώρο, δοσμένο αποκλειστικά στον άνθρωπο ως σημείο και ουσία αυτής της ίδιας της ανθρώπινης φύσεως του και είναι συνάμα πολύτιμο και βασανιστικό: πολύτιμο, γιατί πάντοτε ωθεί άνδρες και γυναίκες προς τα επάνω, μη επιτρέποντας τους να βρουν ανάπαυση στην αποκλειστική καταδίωξη της ζωώδους ηδονής και καθιστώντας τους ικανούς να γευθούν την κοινωνία με τις υπερβατικές χαρές, οι οποίες δεν μπορούν να συγκριθούν με οτιδήποτε άλλο ? βασανιστικό, γιατί τόσο συχνά μάχεται τα γήινα ένστικτα τους και μεταμορφώνει ολόκληρη τη ζωή τους σε αγώνα, αναζήτηση, ανησυχία.


Σχεδόν τα πάντα στον κόσμο φαίνεται να μας λένε: αγνόησε αυτή την πνευματική δίψα, απαρνήσου την και τότε θα νιώσεις πλήρης και ικανοποιημένος, υγιής και ευτυχισμένος. «Ικανοποιήσου με τη ζωή σου, να ‘σαι μαλακός και ήπιος...» έγραφε ο Αλεξάντερ Μπλοκ (1880-1921) σ' ένα από τα σκοτεινότερα ποιήματα του στην αυγή αυτού του αιώνα.
Και πράγματι, ολοκληρωτικές ιδεολογίες ξεφύτρωσαν, βασισμένες στην απόρριψη και στην αποκήρυξη της πνευματικής δίψας, στο μίσος προς αυτήν - ιδεολογίες που αγωνίζονται με όλη τους την ισχύ να μας κάνουν να καταπνίξουμε μέσα μας την ίδια την πηγή αυτής της δίψας, να αποδεχτούμε πως είναι ψευδαίσθηση και αυταπάτη, με σκοπό να συμμετάσχουμε στην οικοδόμηση μιας ζωής απαλλαγμένης από οποιαδήποτε αναζήτηση. Αν κάτι διακρίνει τον 20° αιώνα μας από όλους τους προηγούμενους αιώνες - ουσιαστικά και όχι επιφανειακά - αυτό είναι πάνω απ' όλα η βαθιά όξυνση δυο αντιμαχομένων, αντιθετικών κατανοήσεων της ανθρώπινης ζωής και του ιδίου του ανθρώπου. Η μια άποψη βεβαιώνει πως ο άνθρωπος είναι αληθινός άνθρωπος εξαιτίας της πνευματικής δίψας που υπάρχει μέσα του, της αναζητήσεως, του ανειρήνευτου πόθου του για υπερβατικότητα. Η άλλη, πως ο άνθρωπος ξεκινά για το πεπρωμένο του αφού πρώτα έχει σκοτώσει αυτή τη δίψα. Σ' αυτή τη μάχη οτιδήποτε άλλο συμβαίνει στον σύγχρονο κόσμο, είναι σε τελευταία ανάλυση δευτερεύον. Ακριβώς γιατί όλα τ' άλλα εκπηγάζουν από τα βάθη αυτού του πρωτεύοντος ζητήματος: η πολιτική, η οικονομία, η κουλτούρα, όλα αυτά δηλαδή για τα οποία οι άνθρωποι διαφωνούν τόσο παράφορα και στο όνομα των οποίων μάχονται ο ένας τον άλλον.


Έτσι, είτε μας αρέσει είτε όχι, είτε το κατανοούμε είτε όχι, το θρησκευτικό ζήτημα βρίσκεται στην καρδιά και στο επίκεντρο της σύγχρονης ζωής. Γιατί η θρησκεία, από την ίδια τη φύση της, είναι στην πραγματικότητα το σημείο και η παρουσία σ' αυτόν τον κόσμο της πνευματικής δίψας. Όπως η μυρωδιά του καπνού μας λέει πως υπάρχει φωτιά κάπου κοντά, έστω κι αν δεν τη βλέπουμε, έτσι και η παρουσία της Εκκλησίας στον κόσμο, όποιες κι αν είναι οι μορφές της, αποτελεί αξιόπιστη μαρτυρία ότι η πνευματική δίψα του ανθρώπου, η πνευματική αναζήτηση, δεν έχει πάψει να ζει εντός του.


Είναι αλήθεια, ότι υπάρχουν εκείνοι που προσπαθούν να μας αποδείξουν πως η θρησκεία είναι μια άνετη απόδραση, μια άρνηση για μάχη, αυτοπροδοσία του ανθρώπου, νεκρός και αμετακίνητος δογματισμός που μας απομακρύνει από τα δύσκολα ερωτήματα και την αναζήτηση. Ωστόσο, αυτοί που ισχυρίζονται όλα τούτα συγκαλύπτουν μονίμως εκείνα τα λόγια που περιγράφουν την ίδια την ουσία της θρησκευτικής εμπειρίας και πίστεως: «Μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες...» (Ματθ. 6:6), «Ζητείτε και ευρήσετε...» (Ματθ. 7:7), «Ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην, αλλά μάχαιραν...» (Ματθ. 10:34). Είναι ενδεικτικό, ότι εκείνοι που μισούν τη θρησκεία στηρίζουν πάντοτε την επίθεση τους σ' αύτη τη χονδροειδή και παιδιάστικη απάτη, γιατί χωρίς αυτό το ψέμα η επίθεση τους κατά της θρησκείας θα ήταν αδύνατο να διατηρηθεί έστω και για μια μόνη μέρα. Αυτή η απάτη είναι τόσο έκδηλη σήμερα, που το να μιλάς ίσως γι' αυτήν δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό. Αυτό για το οποίο χρειάζεται να μιλάμε είναι αυτή η ίδια η πνευματική δίψα. Σε τι συνίσταται αυτή η δίψα; Ποιος είναι ο πόθος της; Με ποια αναζήτηση ικανοποιείται; Αυτές είναι οι ερωτήσεις που χρειάζεται να απευθύνουμε, γιατί αυτή τη στιγμή στον κόσμο δεν υπάρχει σπουδαιότερο θέμα, Ο κόσμος βρίσκεται τώρα στο ίδιο «σταυροδρόμι», για το οποίο μίλησε ο Πούσκιν.


Σήμερα, τα διάφορα μηνύματα που απευθύνονται στον άνθρωπο συγκρούονται αναμεταξύ τους στον κόσμο με πρωτοφανή δύναμη ? οι διάφοροι «δρόμοι» συνεχώς συμπλέκονται, διασταυρώνονται και ύστερα αποκλίνουν. Και πάνω απ' όλα αυτά, προβάλλοντας περισσότερο φοβερό και εντυπωσιακό, υπάρχει το φάσμα απίθανων καταστροφών, πρωτοφανών αναστατώσεων. «Ει τις έχει ους ακουσάτω...» (Αποκάλ. 13:9).
Είναι ήδη πολύ αργά για να επιλύσουμε όλα αυτά με ημίμετρα, μπαλώνοντας υλικό που είναι ήδη ξεφτισμένο και σάπιο. Αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε και πάλι γιατί το Ευαγγέλιο αναγγέλλει τη σωτηρία - ειδικά τη σωτηρία - και γιατί απευθύνεται σ' εκείνους που χάνονται. Ο Χριστός λέει: «Πυρ ήλθον βαλείν επί την γην και τι θέλω ει ήδη ανήφθη» (Λουκά 12:49). Η θρησκεία είναι αληθινή θρησκεία μόνο όταν μερίμνα για το ουσιώδες, όταν αποκαλύπτει ταυτόχρονα και την πνευματική δίψα του άνθρωπου και την απάντηση σ' αυτή τη δίψα, όταν είναι πυρ, πυρ που εξαγνίζει και συνάμα μεταμορφώνει την ασθενή και επαίσχυντη ζωή μας. Δεν έχουμε τη δύναμη του «εξαπτέρυγου σεραφείμ» που αποκαλύφθηκε στον προφήτη «στο σταυροδρόμι». Όμως ο καθένας μας, κατά το μέτρο της δυνάμεως του, καλείται σήμερα να γίνει μάρτυρας του «ενός εστι χρεία" (Λουκ. 10:42).


Η Καινή Διαθήκη τελειώνει με αυτά τα τρομαχτικά, κι ωστόσο χαρούμενα λόγια: «Ο αδικών αδικησάτω έτι, και ο ρυπαρός ρυπαρευθήτω έτι, και ο δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτο έτι, και ο άγιος αγιασθήτω έτι. Ιδού έρχομαι ταχύ... και ο διψών ερχέσθω, και ο θέλων λαβέτω ύδωρ ζωής δωρεάν...» (Αποκάλ. 22:11, 17). Να μπορούσαμε μονάχα να μην προδώσουμε αυτό το χάρισμα της πνευματικής δίψας για να το ανταλλάξουμε με κάτι άλλο, να μπορούσαμε μονάχα να ανοίξουμε τα μάτια και τα αυτιά μας σ' αυτή τη βροχή του φωτός, της αγάπης και της ωραιότητος που χύνεται πάνω μας αιώνια. Είθε ο Θεός να μας βοηθήσει να γίνουμε αληθινοί και σταθεροί, ταπεινοί και στοργικοί, γιατί τότε θα είναι αδύνατο να κρύψουμε το αειλαμπές φως, τη σωτηρία που δόθηκε στον κόσμο.

Προσωπική εμπειρία


Μερικά χρόνια πριν, ένας γαλλικός εκδοτικός οίκος ζήτησε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα των απόψεων διασήμων ανθρώπων - συγγραφέων, φιλοσόφων, καλλιτεχνών - που θα συνέβαλε στη δημιουργία ενός μικρού βιβλίου με τίτλο « Σε τι πιστεύω». Οι περισσότεροι από αυτούς τους ανθρώπους ήταν πιστοί χριστιανοί, μέλη της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Οι απαντήσεις τους διέφεραν σημαντικά η μια από την άλλη, ωστόσο κάθε δοκίμιο ήταν γοητευτικό στην ανάγνωση. Η μία και η αυτή πίστη γίνεται νέα και προσωπική όταν μεσολαβεί η προσωπική εμπειρία, η προσωπική αντίληψη, μη παύοντας ωστόσο να είναι η μία πίστη που μοιραζόμαστε από κοινού.


Ξεκίνησα με αυτό το παράδειγμα, γιατί οι άνθρωποι σήμερα μιλούν συχνά για τη θρησκεία και το χριστιανισμό, κυρίως σε ένα απρόσωπο, αντικειμενικό και δογματικό επίπεδο. Όχι μόνο οι αντίπαλοι της θρησκείας, αλλά ακόμα και οι πιστοί έχουν εξοικειωθεί να συζητούν για το πως και το τι διδάσκει ο χριστιανισμός, για το πως και το τι πρεσβεύουν οι πιστοί. Ωστόσο η πίστη, από την ίδια τη φύση και την ουσία της, είναι κάτι βαθιά προσωπικό και συνεπώς είναι αληθινά ζωντανή μόνο όταν θεωρείται στο πλαίσιο του προσώπου και της προσωπικής εμπειρίας. Μόνο όταν μια συγκεκριμένη διδασκαλία της Εκκλησίας - ή όπως το ονομάζουμε, ένα δόγμα, μια βεβαίωση μιας ορισμένης αληθείας - γίνεται πίστη και εμπειρία μου και συνεπώς το κύριο περιεχόμενο της ζωής μου, αυτή η πίστη ζωντανεύει. Αν στοχαστεί κάποιος πάνω στην πίστη και αναλογισθεί πως περνάει από το ένα πρόσωπο στο άλλο, τότε καθίσταται σαφές ότι αυτό που πραγματικά πείθει, εμπνέει και μεταστρέφει είναι η προσωπική εμπειρία. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό στον χριστιανισμό, γιατί, στην ουσία της, η χριστιανική πίστη είναι η προσωπική συνάντηση με τον Χριστό, η αποδοχή όχι αυτού ή εκείνου του δόγματος ή της διδασκαλίας για τον Χριστό, αλλά του ιδίου του Χριστού.


Με άλλα λόγια, ο χριστιανισμός είναι στο έπακρον προσωπικός. Αυτό δεν συνεπάγεται με κανένα τρόπο ότι είναι ατομικιστικός, γιατί ακριβώς όλοι οι πιστοί συναντούν, αναγνωρίζουν και αγαπούν τον ένα και τον αυτό Χριστό. Όμως ο Χριστός απευθύνεται σε κάθε άνθρωπο προσωπικά, έτσι ώστε η κάθε πίστη, η πίστη του καθενός, παρόλο που είναι ριζωμένη στην κοινή πίστη, να είναι ταυτόχρονα μοναδική. Αυτή η υπενθύμιση είναι πολύ σημαντική στις μέρες μας, γιατί όλοι οι αντίπαλοι της πίστεως επιχειρούν να μεταστρέψουν τη μάχη εναντίον της θρησκείας και της πίστεως σε μια επιστημονική συζήτηση, με σκοπό να συγχύσουν τους πιστούς με επιστημονικά επιχειρήματα, σαν να επρόκειτο για μια συζήτηση περί της αντικειμενικής γνώσεως των φαινομένων της φύσης.


Όσο η συζήτηση παραμένει σ' αυτό το επιστημονικό επίπεδο - ή μάλλον στο ψευδό-επιστημονικό επίπεδο - τότε όλα όσα βεβαιώνουν οι χριστιανοί ως περιεχόμενο της πίστεως τους είναι κατ' ουσίαν αναπόδεικτα. Για τους πιστούς, βεβαίως, ο χριστιανισμός δεν χρειάζεται απόδειξη, αφού έχουν την εμπειρία του, γνωρίζουν από πρώτο χέρι την πραγματικότητα αυτής της εμπειρίας, με τον ίδιο τρόπο που ένας άνθρωπος γνωρίζει μέσα του την πραγματικότητα της αγάπης, του θαύματος, του ελέους και της συμπόνιας. Και αυτό σημαίνει ότι ενώ η πίστη δεν υπόκειται σε απόδειξη, μπορεί ωστόσο να περιγραφεί και είμαστε ικανοί να την περιγράψουμε με λόγια. Το ίδιο το Ευαγγέλιο είναι ουσιαστικά μια αφήγηση πίστεως και όχι μια επιστημονική περίληψη γεγονότων. Είναι μια αφήγηση που μεταδόθηκε από εκείνους που είδαν και άκουσαν τον Χριστό, που πίστεψαν σ' Αυτόν και που έφτασαν να τον αγαπήσουν μέχρι του σημείου να γίνει Αυτός η ίδια η ζωή τους. Είναι η αφήγηση της εμπειρίας τους, πράγμα που εξηγεί το γιατί το Ευαγγέλιο παραμένει πάντοτε ζωντανό και γιατί στοχεύει κατευθείαν στην καρδιά, ενώ οι φιλοσοφικές και θεολογικές πραγματείες αφήνουν συχνά παγωμένο το νου και την καρδιά.


Ζωντανές περιγραφές ζωντανής πίστεως: να τι χρειάζεται περισσότερο από οτιδήποτε άλλο ο ψυχρός και βάναυσος αιώνας μας · την εξιστόρηση όχι απλά της γνώσεως, όχι απλά των γεγονότων, αλλά της ίδιας της εμπειρίας της πίστεως. Ας παραδεχτούμε σαν πιστοί, ότι ο καθένας μας γνωρίζει σταθερά και χωρίς αμφιβολία πως η πίστη μας ασθενεί, πως είναι ανεπαρκής και πως τα λόγια του Χριστού – «ου πολλώ μάλλον υμάς, ολιγόπιστοι;» (Ματθ. 0:30, για παράδειγμα) - απευθύνονται και σε μας επίσης. Μολαταύτα, και μεις στις καλύτερες στιγμές μας είχαμε αυτή την εμπειρία πίστεως, η οποία είναι ασύγκριτη και τόσο μοναδική. Αν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι πριν από εμάς δεν μπόρεσαν να αποκτήσουν αυτή την εμπειρία, τότε πως εμείς θα αποχτήσουμε αυτή την πίστη, πως θα γνωρίσουμε πως δύο χιλιάδες χρόνια πριν συνέβη ένα γεγονός άμεσης και αποφασιστικής σημασίας για τη ζωή μας σήμερα; Όμως η πίστη είναι σίγουρα τούτο: η μυστηριώδης βεβαιότητα ότι αυτά που έκανε και είπε ο Χριστός, τα έκανε και τα είπε για μένα, ότι ούτε ο χρόνος ούτε ο χώρος μπορούν να Τον χωρίσουν από μένα, ότι τίποτα δεν Τον χωρίζει από μένα εκτός από τη λιγοστή μου πίστη, τη λήθη μου και τις αναρίθμητες προδοσίες μου.


Θα ήθελα γι' αυτό να αφιερώσω αυτές τις ομιλίες στην πίστη και όχι μόνο στο αντικειμενικό και «θεολογικό» της περιεχόμενο, αλλά πάνω απ' όλα στην προσωπική άνθηση της μέσα στην ψυχή. Τι θα απαντούσα αν κάποιος με ρωτούσε: «Τι σημαίνει για σένα η λέξη Θεός; Τι πραγματικά εννοείς όταν λες τη λέξη "Θεός" η οποία είναι ταυτόχρονα τόσο μυστηριώδης μα και τόσο οικεία και κοντινή; Τι - ή ποιος - είναι ο Χριστός για σένα; Οι χριστιανοί λένε ότι πέθανε για μας, ότι αναστήθηκε από τους νεκρούς και ότι εν Αυτώ νικήθηκε ο θάνατος. Στις Εκκλησίες σας ψάλλετε "και νεκρός ουδείς επί μνήματος", ωστόσο ο θάνατος βρίσκεται τριγύρω μας, συνεχίζοντας να βασιλεύει. Τι σημαίνουν στην πραγματικότητα όλα αυτά, όχι μόνο στα λόγια, όχι απλά στις διατυπώσεις των ειδικών βιβλίων, αλλά στην πραγματική και σφύζουσα από ενέργεια ζωή κάθε συγκεκριμένου ανθρώπου; Μιλάτε πάντοτε για την Εκκλησία, όμως τι υποδηλώνει η λέξη "Εκκλησία"; Μιλάτε για την Αγία Τριάδα, το Άγιο Πνεύμα, τη Χάρη και τα Μυστήρια, την άφεση των αμαρτιών. Όμως σίγουρα πίσω απ' όλες αυτές τις λέξεις πρέπει να υπάρχει κάποια ζωντανή και προσωπική εμπειρία, γιατί αλλιώς τι νόημα έχουν στ' αλήθεια όλα αυτά;»


Παρ' όλα αυτά, στον κόσμο μας, που είναι τόσο απομακρυσμένος από την πίστη, είναι δύσκολο να διεισδύσουμε σ' αυτή την εμπειρία πίστεως, είναι τόσο δύσκολο να μιλήσουμε γι' αυτήν «από καρδίας». Στα τριάντα χρόνια της ιεροσύνης μου έφτασα να κατανοήσω ότι το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο είναι το να μιλάς γι' αυτό που είναι απλό και ουσιαστικό. Είναι πολύ ευκολότερο να εκθέτεις τη γνώμη κάποιου άλλου, να βασίζεσαι στην εμπειρία του, να μιλάς με δικά του λόγια. Μα πόσο δύσκολο είναι να μιλήσεις από την καρδιά σου στην καρδιά ενός άλλου!

Πίστη


Πιστεύω στον Θεό... Όμως τι σημαίνει πιστεύω, τι είναι η πίστη; Αν κοιτάξουμε αποσπασματικά αυτή τη διαβεβαίωση «Πιστεύω στον Θεό» και στοχαστούμε τι θα μπορούσαν να σημαίνουν αυτές οι λέξεις, τότε ερχόμαστε σε αμηχανία... Και αυτό αληθεύει έστω κι αν νομίζαμε ότι τις κατανοούσαμε.
Πρώτα απ' όλα, είναι προφανές ότι πίστη και γνώση δεν είναι το ίδιο, η τουλάχιστον όπως η γνώση χρησιμοποιείται συνήθως στην καθημερινή της σημασία. Αν πω: «Πιστεύω στον Θεό» - δηλ. γνωρίζω ότι ο Θεός υπάρχει - αυτός ο τύπος γνώσεως δεν είναι με κανένα τρόπο παρόμοιος με τη γνώση ότι μέσα στο δωμάτιο μου υπάρχει ένα τραπέζι και έξω από το παράθυρο μου πέφτει η βροχή. Αυτή η τελευταία - αυτή που αποκαλούμε αντικειμενική γνώση - είναι ανεξάρτητη από εμένα, εισέρχεται στη συνείδηση μου ξέχωρα από τη θέληση μου, ανεξάρτητα από οποιουδήποτε είδους ελεύθερη επιλογή. Είναι, στην πραγματικότητα, «αντικειμενική», και Εγώ - το υποκείμενο, το πρόσωπο εντός μου - έχω τη δυνατότητα μόνο να την αποδεχτώ και να την οικειοποιηθώ. Όμως όταν λέω «Πιστεύω στον Θεό», επιχειρώ τότε μια κατάφαση η οποία απαιτεί μία εκλογή, μια απόφαση. Με άλλα λόγια, προϋποθέτει ένα είδος πολύ προσωπικής συμμετοχής από ολόκληρη την ύπαρξη μου. Ευθύς μόλις αυτή η προσωπική συμμετοχή, αυτή η εκλογή εξαφανισθεί, η πίστη μου πεθαίνει, γίνεται στην πραγματικότητα μη υπαρκτή. Η αυθεντική πίστη αυτού του είδους είναι πολύ μακριά από τα μέτρα μας και γι' αυτό η πίστη δεν θα πρέπει με κανένα τρόπο να μειώνεται σε ένα απλό αντικειμενικό, ανεξάρτητο τμήμα των πεποιθήσεων μου και της κοσμοθεωρίας μου.


Πολλοί άνθρωποι στρέφονται στον Θεό σε στιγμές φόβου, δυστυχίας ή πόνου, όμως όταν αυτές οι στιγμές περάσουν, επιστρέφουν σε μια ζωή που δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με την πίστη, και ζουν σαν ο θεός να μην υπήρχε. Επίσης, πολλοί άνθρωποι δεν πιστεύουν τόσο πολύ στον Θεό όσο στη θρησκεία, όσο κι αν αυτό μπορεί να ακούγεται παράξενο. Τους αρέσει απλά να βρίσκονται στην εκκλησία, το βρίσκουν βολικό και άνετο. Πολλοί απ' αυτούς τους ανθρώπους έχουν εξοικειωθεί από την παιδική τους ηλικία με την «ιερότητα» της εκκλησίας και των τελετουργιών. Εκεί τα πάντα είναι όμορφα, βαθιά, μυστηριακά - εντελώς διαφορετικά απ' ό,τι τα βρίσκουν στην καθημερινή παραφροσύνη και στην κακία του κόσμου. Και χωρίς ποτέ να συλλογιστούν πάνω σ' αυτό ή να το ψάξουν βαθύτερα οι άνθρωποι αυτοί συνεχίζουν να ζουν αυτή τη «θρησκευτικότητα». Όμως η θρησκευτικότητα δεν έχει σχεδόν καμιά σχέση με την «πραγματική ζωή». Η θρησκευτικότητα παρέχει καλές, καθαρές «εμπειρίες», κάνει ευκολότερη τη ζωή · αλλά η θρησκεία μέσα σ' αυτό το σχήμα απομονώνεται και χωρίζεται από την αληθινή ζωή.


Τελικά υπάρχει μια τρίτη κατηγορία ανθρώπων: εκείνων που θεωρούν τη θρησκεία σαν κάτι χρήσιμο και απαραίτητο για την ανθρώπινη κοινωνία, για το έθνος, για την οικογένεια, για τα παιδιά, για τους ετοιμοθάνατους και τους αρρώστους, για τη διατήρηση της τιμιότητας και της ηθικής. Με άλλα λόγια, αυτοί οι άνθρωποι περιορίζουν τη θρησκεία στη χρησιμότητα της. Θυμάμαι όταν ήμουν νέος ιερέας, πως με πλησίαζαν οι μητέρες για να τις βοηθήσω στο ξερίζωμα κάποιας κακής συνήθειας των παιδιών τους μέσω της εξομολογήσεως. «Πέστε στο παιδί μου ότι ο Θεός βλέπει τα πάντα, έτσι θα φοβηθεί και δεν θα ξανακάνει εκείνο ή το άλλο...».
Η θρησκεία ως βοήθεια και παρηγοριά, η θρησκεία ως ένα είδος ψυχαγωγικής διασκέδασης με ιερά και υψηλά πράγματα, η θρησκεία ως χρησιμότητα. Σε όλα αυτά υπάρχει κάποια δόση αληθείας, όμως όταν περιοριστεί μόνο σ' αυτά, η θρησκεία δεν είναι πια πίστη, όπως την περιέγραψε ο απόστολος Παύλος στην αυγή του χριστιανισμού: «Εστί δε πίστις ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων» (Έβρ. 11:1).


Ας συλλογιστούμε αυτά τα παράξενα λόγια: «ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων». Είναι παράξενα εξαιτίας μιας φαινομενικής αντιφάσεως: Αν ελπίζω σε κάτι, τότε πως γίνεται να είναι ήδη πραγματοποιημένο; Αν έχει ήδη πραγματοποιηθεί, τότε λογικά δεν υπάρχει τίποτα για το οποίο να ελπίζω. Και πως είναι δυνατόν κάτι που δεν φαίνεται - ή με αλλά λόγια, κάτι που είναι αδύνατον να παρατηρήσουμε και να εξετάσουμε - να φαίνεται και να γνωρίζεται; Πως μπορεί μέσα μου να γίνει κάτι αυθεντικό και αληθινό, κάτι πραγματικό, αυτό που εγώ ήδη κατέχω; Ωστόσο ακριβώς μ' αυτό τον τρόπο , χρησιμοποιώντας αυτές τις φαινομενικές αντινομίες, ο απόστολος Παύλος ορίζει την πίστη. Πρόσεξε πως αυτός ο ορισμός δεν περιλαμβάνει τη λέξη Θεός, αυτή η λέξη εμφανίζεται αργότερα, στους επόμενους στίχους της επιστολής του. Εδώ μιλά για την πίστη ως μια ξεχωριστή, χαρακτηριστικά ανθρώπινη κατάσταση - ένα είδος χαρίσματος που κατέχουν τα ανθρώπινα οντά.


«Λοιπόν λες πως είναι ένα χάρισμα, όμως τι χάρισμα»; Σ' αύτη την ερώτηση μπορούμε να απαντήσουμε ως έξης: είναι ο πόθος, η λαχτάρα, η ελπιδοφόρα. προσδοκία για κάτι επιθυμητό, το αόριστο προαίσθημα για εκείνο το κάτι άλλο που μόνο του θα κάνει τη ζωή άξια να την ζεις.
Και εδώ συμβαίνει κάτι παράξενο: ο άθεος φιλόσοφος Jean Paul Sartre ορίζει τον άνθρωπο με τον ίδιο σχεδόν τρόπο λέγοντας: «ο άνθρωπος είναι ένα άχρηστο πάθος». Αποκαλεί αυτό το πάθος, αυτό τον πόθο, «άχρηστο», γιατί κατά τη γνώμη του είναι απατηλός: δεν υπάρχει τίποτα να ποθήσουμε, δεν υπάρχει τίποτα στο οποίο να ελπίζουμε ή να προσδοκούμε, δεν υπάρχει τίποτα για το οποίο να διψάσουμε. Όμως αυτό που έχει σημασία είναι πως ακόμα κι αυτός ανακαλύπτει στον άνθρωπο αυτή την ελπιδοφόρα προσδοκία και δίψα. Έτσι λοιπόν η ίδια η πίστη, σύμφωνα με τον Απόστολο Παύλο, είναι η γνώση και η δυναμική συνάντηση εκείνου το οποίο κάποιος - χωρίς ίσως ακόμα και να το καταλαβαίνει - προσδοκά εν ελπίδι, είναι η λαχτάρα και η δίψα που αποκαλύπτονται ως η ίδια η ζωή του. Αν αύτη η δίψα δεν υπήρχε, αν αυτή η ελπιδοφόρα προσδοκία δεν υπήρχε, τότε δεν θα υπήρχε επίσης και συνάντηση, και αν αυτό για το οποίο διψά ένας άνθρωπος δεν υπάρχει, τότε κι αυτή η προσδοκία μέσα του δεν θα υπήρχε. Είναι ακριβώς σ' αυτή τη δυναμική συνάντηση που το ανείπωτο γίνεται βεβαιότητα, κάτι για το οποίο έχω την εμπειρία του ως οικείου, ως πραγματικότητας.


Όλα αυτά σημαίνουν πως η πίστη, στη χριστιανική εμπειρία, δεν είναι ο καρπός και η εκδήλωση απλά της γνώσεως, δεν είναι το συμπέρασμα που βασίζεται στη λογική και την ανάλυση. Η πίστη δεν είναι ένας διανοητικός υπολογισμός, αλλά ούτε και είναι απλά ένα θρησκευτικό συναίσθημα που υπάρχει για μια στιγμή και έπειτα, ίσως, εξατμίζεται και χάνεται. Πίστη είναι η δυναμική συνάντηση, η πραγματική συνάντηση ανάμεσα σε ό,τι είναι βαθύτερο στον άνθρωπο - εκείνης της δίψας που αποτελεί τόσο έκδηλα μέρος του είναι του και εκείνου προς το οποίο αυτή κατευθύνεται - ακόμα κι αν δεν γνωρίζει τι είναι αυτό. Ο Άγιος Αυγουστίνος ήταν εκείνος που μίλησε καλύτερα γι' αυτή την «υπόσταση των ελπιζομένων» και γι' αυτό τον «έλεγχο πραγμάτων ου βλεπομένων» όταν έλεγε: «Μας έπλασες για Σένα Κύριε και οι καρδιές μας δεν βρίσκουν ανάπαυση μέχρι να αναπαυτούν σε Σένα». Όμως αυτό μας φέρνει στην τρίτη και π ιό αινιγματική λέξη της ομολογίας της πίστεως μας: «Πιστεύω στον Θεό» - αυτό μας φέρνει στη λέξη «Θεός».

Η πίστη ως απάντηση και ως δυναμική συνάντηση


«Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε». Αυτά τα λόγια δεν ειπώθηκαν από έναν άθεο ή από έναν παραπαίοντα πιστό, ή από κάποιον που απλά είναι αγκιστρωμένος στις δραστηριότητες του χωρίς χρόνο για ανώτερες συζητήσεις. Ειπώθηκαν από τον Απόστολο Ιωάννη τον Θεολόγο (Ιωάν. 1:18), η πίστη του οποίου, για σχεδόν δύο χιλιάδες χρόνια, συνεχίζει να εμπνέει εκείνους που ασχολούνται με το Ευαγγέλιο και τις Επιστολές του.


«Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε». Όμως αν αληθεύει κάτι τέτοιο, ποιο μπορεί να είναι το νόημα αυτής της αιωνίας πίστης; Προς τι, ή προς ποιόν αυτή απευθύνεται; Τι μπορεί να εννοεί κάποιος όταν χρησιμοποιεί αυτή την αινιγματική λέξη «Θεός», λέξη η οποία, ανάμεσα σ' όλες τις λέξεις που ο άνθρωπος δημιούργησε, είναι η πιο δύσκολη να εξηγηθεί λογικά; Μέχρις εδώ, μιλώντας για την κατάφαση «Πιστεύω στον Θεό», μίλησα για τις πρώτες δύο λέξεις αυτής της καταφάσεως: το «εγώ» με το οποίο ξεκινά και την πεποίθηση, ή την πίστη την οποία αυτό το «εγώ» ομολογεί. Είπα πως η πίστη είναι πάνω απ' όλα ένα είδος αυτοπροσφοράς, που γίνεται δυνατή μόνο όταν και αν κάποιος γνωρίζει ήδη σε τι προσφέρεται. Αυτό μπορεί να παραβληθεί με το πως η αγάπη φλέγει την ψυχή τη στιγμή ακριβώς που εμφανίζεται ο αγαπημένος. Ωστόσο, σ' αυτό το παράδειγμα βλέπουμε τον αγαπημένο και βλέποντας τον, τον αναγνωρίζουμε και αναγνωρίζοντας τον, τον αγαπάμε. Όμως «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε», μήπως αυτό σημαίνει ότι αισθανόμαστε την παρουσία Του;


Κι εδώ γίνεται φανερό πως τα λόγια που έχουμε στη διάθεση μας είναι πολύ φτωχά, ανεπαρκή και αδύναμα να εκφράσουν αυτό που είναι το πιο ουσιώδες, και συνεπώς τελικά ανέκφραστο. Γιατί είναι απολύτως σαφές πως οι λέξεις «αίσθημα, αισθάνομαι» αναφέρονται σε τόσες πολλές και διάφορες καταστάσεις υπάρξεως, σε τόσα πολλά κινήματα του νου και σε τόσες διαθέσεις, ώστε είναι αδύνατον για την πίστη να οικοδομηθεί ή να την συμπεράνουμε από αυτές και μόνο. Βέβαια η πίστη είναι ένα αίσθημα, αλλά ένα αίσθημα το οποίο διαφέρει ριζικά από όλα τ' άλλα, και το οποίο συγκριτικά είναι κατ' ουσίαν ξένο προς αυτά. Γιατί εκείνο που λέγεται συχνά για τη γεύση μπορεί επίσης να λεχθεί και για τα αισθήματα: «Δεν μπορείς να διαφωνήσεις για τη γεύση», ο ένας προτιμά αυτό ο άλλος εκείνο. Το ίδιο μπορεί να λεχθεί και για τα αισθήματα: ο ένας αισθάνεται με αυτό τον τρόπο ο άλλος με τον άλλο.


Αν η πίστη είναι πράγματι κάποιο από εκείνα τα περαστικά αισθήματα, αν εξαρτάται από τις διακυμάνσεις των αισθημάτων μας, τότε πράγματι δεν μπορούμε να συζητήσουμε γι' αυτήν. Όμως αυτό ακριβώς είναι το είδος «αισθήματος» ή υποκειμενικής συγκινήσεως, στο οποίο υποβιβάζεται η πίστη από τους αντιπάλους της. «Κάποιος» λένε, «πιστεύει στη μυστηριακή κακή δύναμη του αριθμού 13, άλλος πιστεύει στις κατάρες και στα ξόρκια, ένας τρίτος πιστεύει στο νερό του αγιασμού, ένας τέταρτος πιστεύει σε κάτι άλλο διαφορετικό». Έτσι φαίνεται πως η πίστη δεν έχει στέρεο θεμέλιο, αφού «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε». Και επιπλέον δεν μπορεί να λεχθεί πως κάποιο αίσθημα είναι παγκόσμιο, αφού τα αισθήματα βασίζονται στη συγκινησιακή δομή ενός δεδομένου ατόμου. Συνεπώς, η λέξη αίσθημα είναι ανεπαρκής, ή εναλλακτικά θα πρέπει να ορισθεί ορθότερα και να καθαρισθεί από όλα όσα είναι άσχετα με την πίστη.


Γιατί λοιπόν αυτό το συναίσθημα κι αυτή η κατάσταση που αποκαλούμε πίστη είναι τόσο απόλυτα εξαιρετική και μοναδική; Αυτό συμβαίνει σαφέστατα γιατί η πίστη είναι μια ανταπόκριση, η όποια όχι μόνο προϋποθέτει την παρουσία εκείνου προς τον οποίον ανταποκρινόμαστε, αλλά μαρτυρεί και την παρουσία του. Η πίστη είναι μια απαντητική κίνηση όχι μόνο της ψυχής, αλλά και ολοκλήρου του προσώπου στην ολότητα της υπάρξεως του. Ξαφνικά ακούει κάτι, ξαφνικά βλέπει κάτι και παραδίδεται σ' αυτό τον ερεθισμό. Αυτό στη γλώσσα του χριστιανισμού εκφράζεται λέγοντας ότι η πίστη έρχεται από τον Θεό, μέσω της πρωτοβουλίας Του, μέσω της κλήσεως Του. Αποτελεί πάντοτε μια απάντηση σ' Αυτόν, η παράδοση ενός προσώπου σ' Εκείνον που αυτοπαραδίδεται. Όπως ο Πασκάλ είπε τόσο υπέροχα: «Ο θεός μας λέει: Δεν θα με αναζητούσες εκτός αν δεν με είχες ήδη βρει». Και επειδή η πίστη είναι μια ανταπόκριση, μια απαντητική κίνηση, παραμένει πάντοτε μια αναζήτηση, μια δίψα και ένας πόθος.


Γιατί πιστεύω; Κοιτάζω μέσα μου, μέσα στις εμπειρίες και στα αισθήματα μου και μολαταύτα δεν βρίσκω καμιά απάντηση. Τι σημαίνει ο θεός για μένα; Ένας τρόπος να ερμηνεύσω τον κόσμο και τη ζωή; Όχι! Πρώτον μου είναι ξεκάθαρο πως αυτή η εξήγηση δεν είναι η πηγή της πίστεως μου σ' Αυτόν και δεύτερον, πως η πίστη μου στον θεό δεν «εξηγεί» ορθολογιστικά όλα τα μυστήρια και τα αινίγματα του κόσμου. Όχι μια και δυο φορές στη ζωή μου έπρεπε να σταθώ στο πλευρό ενός ετοιμοθάνατου παιδιού που έπασχε φρικτά. Και λοιπόν τι; θα μπορούσα να εξηγήσω τα πάντα σ' εκείνους που στέκονταν γύρω από το κρεβάτι; θα μπορούσα να υπερασπιστώ ή να δικαιολογήσω αυτούς τους πόνους και τον ίδιο το θάνατο «θρησκευτικά» καθώς λένε; Όχι, μπορούσα μονάχα να πω: Ο Θεός είναι εδώ, ο Θεός υπάρχει. Μπορούσα μονάχα να ομολογήσω πόσο αδύνατον είναι να μετρήσουμε αυτή την παρουσία με τις γεμάτες θλίψη γήινες ερωτήσεις μας.


Όχι, φυσικά η πίστη δεν είναι το προϊόν της ανάγκης μου για εξηγήσεις. Όμως τότε από που προέρχεται; Προέρχεται από το φόβο της μετά θάνατον οδύνης; Ή μήπως προέρχεται από το φόβο μου για την τελική εκμηδένιση, από εκείνη την παράφορη και κατ' ουσίαν εγωιστική εσωτερική επιθυμία να μην εκμηδενισθώ; Όχι, αυτό δεν εξηγεί το γιατί πιστεύω, γιατί μου φαίνεται πως οι υποθέσεις για την μετά θάνατον ζωή και την αθανασία - ακόμα και οι πιο ευφυείς φιλοσοφικές υποθέσεις - είναι πολύ παιδιάστικες φλυαρίες. Τι γνωρίζω για όλα αυτά; Και τι μπορώ να πω στους άλλους; Δεν είναι γιατί επιθυμώ την αιώνια ζωή μετά τον θάνατο ο λόγος που πιστεύω στον Θεό, το αντίθετο, πιστεύω στην αιώνια ζωή γιατί πιστεύω στον Θεό.


Αυτό μου αφήνει μόνο μια απάντηση στο ερώτημα όλων των ερωτημάτων: Γιατί πιστεύω; Πιστεύω γιατί ο Θεός μου έδωσε αυτή την πίστη και την δίνει συνεχώς. Την έδωσε ακριβώς ως χάρισμα, ως δώρο που μαρτυρείται μέσα μου από εκείνη τη χαρά και εκείνη την ειρήνη που αισθάνομαι και η οποία είναι τόσο απόλυτα άσχετη με οτιδήποτε άλλο σ' αυτό τον κόσμο κι αυτή τη ζωή. Ω! δεν το αισθάνομαι πάντοτε αυτό.
Στην πραγματικότητα, σπανίως το αισθάνομαι - μόνο συμπτωματικά, σε εκείνες μόνο τις στιγμές όταν η λέξη Θεός παύει να είναι απλά μια λέξη και γίνεται μια υπόγεια θερμή πηγή που αφήνει να ξεσπάσει ένας πίδακας φωτός, αγάπης, κάλλους και ζωής. «Ειρήνη και χαρά εν Πνεύματι Αγίω» καθώς είπε ο Απόστολος Παύλος (Ρωμ. 14:17) και δεν υπάρχουν άλλα λόγια, γιατί όταν πιστεύεις και ζεις δια της πίστεως, ακόμα και τα λόγια γίνονται περιττά, σχεδόν ανίσχυρα.


Όμως μερικοί μπορεί να ρωτήσουν: «Τότε γιατί αυτό το χάρισμα, αυτό το δώρο της πίστεως, δεν δίνεται σε όλους; Γιατί συμβαίνει να πιστεύουν μερικοί και άλλοι όχι; Είναι αυτό ένα είδος ευνοιοκρατίας; Και γιατί συμβαίνει μερικοί να πιστεύουν και αργότερα να χάνουν την πίστη τους;» Όλα αυτά είναι σημαντικά, ουσιαστικά ερωτήματα.

Θεός


Στην κατάφαση «Πιστεύω στον Θεό», αναγνωρίζαμε, αισθανόμασταν, έστω και κάπως ασαφώς, με μια «ψηλάφηση της ψυχής», ένα είδος δώρου, ένα άνωθεν χάρισμα. Δεν φθάνω τόσο συνειδητά, συμπερασματικά, ή ορθολογιστικά στην πίστη προς τον Θεό, αλλά μάλλον ανακαλύπτω την πίστη εντός μου, την ανακαλύπτω και γεμίζω από κατάπληξη, χαρά και ευχαριστία. Την ανακαλύπτω ως τη μυστηριώδη κι ωστόσο τόσο σαφώς αντιληπτή παρουσία Εκείνου που είναι τα πάντα: ειρήνη, χαρά, γαλήνη, φως. Δεν μπορώ να είμαι η πηγή αυτής της παρουσίας, αφού δεν βρίσκω τίποτα απ' αυτή τη χαρά, την ειρήνη, το φως, τη γαλήνη ούτε εντός μου ούτε στον κόσμο ολόγυρα μου. Από που λοιπόν προέρχονται όλα αυτά; Κι έτσι φθάνω στη λέξη που τα εκφράζει όλα, που τα ονομάζει όλα και που αν ληφθεί ξέχωρα από αυτή την εμπειρία, από τη μαρτυρία αυτής της παρουσίας, δεν κάνει κανένα νόημα: λέω τη λέξη «Θεός». Θα ήμουν ανίκανος να πω αύτη την ακατανόητη λέξη χωρίς αυτή την εμπειρία, όμως προφέροντας την είναι σαν να απελευθερώνω αυτή την εμπειρία, αυτό το αίσθημα, από την υποκειμενικότητα, την προσωρινότητα και την ασάφεια της.


Ονομάζω Αυτόν ως το περιεχόμενο αυτής της εμπειρίας. Πράττοντας έτσι, αποδέχομαι αυτό το δώρο και με μια ανταποδοτική κίνηση ολόκληρης της ύπαρξής μου, παραδίδω τον ίδιο τον εαυτό μου σ' Εκείνον.
«Πιστεύω στον Θεό». Και τότε γίνεται φανερό πως αυτή η πίστη που βρίσκω στα μύχια βάθη της ίδιας μου της ψυχής δεν είναι μόνο η δικιά μου προσωπική, ανέκφραστη και ανείπωτη εμπειρία, αλλά πως αυτή, με ένα καινούργιο τρόπο με συνδέει με τους ανθρώπους, με τη ζωή, με τον κόσμο, πως με απελευθερώνει από την απομόνωση στην οποία όλες οι ανθρώπινες υπάρξεις έχουν καταδικασθεί σε κάποιο βαθμό. Γιατί αν είναι ευχάριστο να ανακαλύπτω την πίστη μέσα μου, μέσα στην ψυχή μου, μέσα στην ίδια τη συνείδηση μου, τότε δεν είναι λιγότερο ευχάριστο να ανακαλύπτω την ίδια αυτή πίστη, την ίδια αυτή εμπειρία και στους άλλους και όχι μόνο τώρα, εδώ, γύρω μου, σε ανθρώπους όμοιους με μένα, αλλά και μέσα στο χρόνο και στον τόπο. Ανοίγω ένα αρχαίο βιβλίο γραμμένο περισσότερο από χίλια χρόνια πριν την εποχή μας, σε έναν κόσμο σχεδόν απόλυτα ανόμοιο με τον δικό μας και εκεί διαβάζω:

«Κύριε, εδοκίμασάς με, και έγνως με,  συ έγνως την καθέδραν μου και την εγερσίν μου, συ συνήκας τους διαλογισμούς μου από μακρόθεν, την τρίβον μου και την σχοίνον μου εξιχνίασας και πάσας τας οδούς μου προείδες, ότι ουκ εστί δόλος εν γλώσση μου. Ιδού, Κύριε, συ έγνως πάντα, τα έσχατα και τα αρχαία · συ έπλασάς με και έθηκας επ' εμέ την χείρα σου. Εθαυμαστώθη η γνώσις σου εξ εμού,  εκραταιώθη, ου μη δύνωμαι προς αυτή. Που πορευθώ από του πνεύματος σου και από του προσώπου σου που φύγω; Εάν αναβώ εις τον ουρανόν, συ εκεί ει, εάν καταβώ εις τον άδην, πάρει  εάν αναλάβοιμι τας πτέρυγας μου κατ' όρθρον και κατασκηνώσω εις τα έσχατα της θαλάσσης, και γαρ εκεί η χειρ σου οδηγήσει με, και καθέξει με η δεξιά σου. Και είπα αρα σκότος καταπατήσει με, και νυξ φωτισμός εν τη τρυφή μου  ότι σκότος ου σκοτισθήσεται από σου, και νυξ ως ημέρα φωτισθήσεται ως το σκότος αυτής, ούτως και το φως αυτή, Οτι συ εκτήσω τους νεφρούς μου, Κύριε, αντελάβου μου εκ γαστρός μητρός μου.

Εξομολογήσομαί σοι, ότι φοβερώς εθαυμαστώθης θαυμάσια τα έργα σου, και η ψυχή μου γινώσκει σφόδρα, ουκ εκρύβη το οστούν μου από σου, ο εποίησας εν κρυφή, και η υπόστασίς μου εν τοις κατωτάτοις της γης το ακατέργαστόν μου είδον οι οφθαλμοί σου, και επί το βιβλίον σου πάντες γραφήσονται ημέρας πλασθήσονται και ουδείς εν αυτοίς. Εμοί δε λίαν ετιμήθησαν οι φίλοι σου, ο Θεός, λίαν εκραταιώθησχν αι αρχαί αυτών εξαριθμήσομαι αυτούς, και υπέρ άμμον πληθυνθήσονται εξηγέρθην και έτι ειμί μετά σου. Εάν αποκτείνης αμαρτωλούς, ο Θεός, άνδρες αιμάτων, εκκλίνατε απ' εμού, ότι ερισταί εστε εις διαλογισμούς λήψονται εις ματαιότητα τας πόλεις σου. Ουχί τους μισούντας σε, Κύριε, εμίσησα και επί τους εχθρούς σου εξετηκόμην; Τελειον μίσος εμίσουν αυτούς, εις εχθρούς εγενοντό μοι. Δοκίμασόν με, ο Θεός, και γνώθι την καρδίαν μου, έτασόν με και γνώθι τας τρίβους μου, και ίδε ει οδός ανομίας εν εμοί, και οδήγησόν με εν οδώ αιωνία».


Αυτός είναι ο ψαλμός 138, μια προσευχή γραμμένη μερικές χιλιάδες χρόνια πριν. Όμως την διαβάζω και καταπλήσσομαι: Κύριε, όλα αυτά συνιστούν ό,τι ακριβώς αισθάνομαι, μέσα όλα όσα έχω περάσει, αυτή είναι η εμπειρία μου, αυτά μιλούν για μένα και από εμένα και ακόμα αυτά τα παιδιάστικα λόγια, αυτό το ψέλλισμα στην προσπάθεια να εκφραστώ, να τραγουδήσω κάτι που είναι πέρα από λέξεις - όλα αυτά είναι δικά μου. Και αυτό σημαίνει πως η πίστη ζει εκατοντάδες χρόνια, σημαίνει πως εκατομμύρια άνθρωποι αισθάνθηκαν ακριβώς με τον ίδιο τρόπο και η καρδιά ξεχειλίζει από χαρά, όταν φλεγόμενη από την αφθονία της πίστεως λέει αυτά τα εκπληκτικά λόγια: «ότι σκότος ου σκοτισθήσεται από σου και νυξ ως ήμερα φωτισθήσεται». Μέσα σ' αυτό το φως βλέπω τον κόσμο από την αρχή: παρά το σκοτάδι του, λάμπει για μένα με το πρωτόκτιστο φως του: αλήθεια, «θαυμάσια τα έργα σου, και η ψυχή μου γινώσκει σφόδρα...». Βλέπω τα πάντα από την αρχή και ομολογώ ότι είμαι αμαρτωλός και αδύναμος, φοβισμένος και σκλαβωμένος, όμως επαναλαμβάνω τα λόγια του ψαλμού: «εξομολογήσομαί σοι, ότι φοβερώς εθαυμαστώθης...». Επειδή μου δόθηκε αυτή η μυστηριώδης ικανότητα εσωτερικής γνώσεως, επειδή μπορώ να αναγνωρίζω τι είναι υψηλό και υπέροχο και ένδοξο γι' αυτό μπορώ να επιθυμώ την εξ ύψους χειραγωγία - και την εξ' ύψους ζωή - και μπορώ να ξεχωρίζω μεταξύ του επικίνδυνου και του αιώνιου δρόμου.


Κι ακόμα περισσότερα μου έχουν φανερωθεί μέσα απ' αυτό το όραμα της πίστεως: Βλέπω πως τα πάντα στον κόσμο μιλούν για τον Θεό, αποκαλύπτουν τον Θεό, ακτινοβολούν από την παρουσία Του: το σκοτάδι της νύχτας, όπως και το ηλιακό φως του πρωινού ? ο πόνος και η θλίψη, η ευτυχία και η χαρά. Και αν τόσοι πολλοί άνθρωποι δεν το βλέπουν αυτό, είναι γιατί εγώ - και άνθρωποι πιστοί όπως εγώ - είμαι ένας πολύ αδύναμος μάρτυρας της πίστεως. Είναι γιατί από την πρώτη παιδική ηλικία κυκλώνουμε τον άνθρωπο με ασημαντότητες και ψέματα, τον ενθαρρύνουμε όχι να αναζητεί και να διψά για τα βάθη, αλλά να επιθυμεί αντιθέτως μια μηδαμινή και απατηλή επιτυχία · είναι γιατί προσηλώνουμε την προσοχή του σε πράγματα μάταια και κενά. Και συνεπώς η μυστηριώδης εσωτερική επιθυμία του για φως και αγάπη καταπνίγεται και ο κόσμος γεμίζει από το κολλητικό σκότος της απιστίας, του σκεπτικισμού και του προϊόντος τους: της αυταπάτης, του μίσους και της μοχθηρίας.


Όμως ο θεός δεν μας άφησε μόνους μέσα σ' αυτό το σκοτάδι και στη φοβερή αυτή κατάσταση της πτώσεως και της προδοσίας. Αυτά τα λόγια, αυτά τα αδύναμα λόγια μου περί πίστεως θα ήταν κούφια αν συμπερασματικά ομολογούσα πίστη απλά στον θεό. Όμως ομολογώ επίσης πίστη στο Πρόσωπο εκείνο, με το όποιο ο θεός ήλθε στον κόσμο και με τον ερχομό Του στον κόσμο έρχεται στον καθένα με σκοπό να τον σώσει και να τον αναγεννήσει. «Πιστεύω στον Θεό». Όμως ο θεός - μέσα στην πληρότητα της χαράς και της κυριαρχίας Του - αποκαλύπτεται εν Χριστώ.

                 

                   
                      ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΩΣ


                                                     
                                                    Πίστη: Απάντηση στην αποκάλυψη
 



Κάθε απόπειρα να εξηγήσουμε ή να κατανοήσουμε την ουσία του χριστιανισμού, της πίστεως και της χριστιανικής ζωής προσκρούει σε δυσκολίες από την πρώτη στιγμή: στο περίφημο αίτημα - τόσο τυπικό των καιρών μας - για «απόδειξη». Η μοναδική απόδειξη που θεωρείται αποδεκτή είναι η επιστημονική απόδειξη η οποία βασίζεται σε κάτι που μπορεί να επαληθευθεί και να ελεγχθεί αντικειμενικά, σε κάτι που είναι ανεξάρτητο από την υποκειμενική μας ερμηνεία και εμπειρία. Δεδομένου ότι ο θεός δεν δύναται να γίνει ορατός, όντας ασύλληπτος και απεριόριστος, και καθώς η παρουσία Του δεν μπορεί να βεβαιωθεί, συνάγεται εξ ανάγκης ότι δεν υπάρχει. Αυτό, στην πιο πρωτόγονη μορφή του, είναι το κεντρικό επιχείρημα κατά της θρησκείας. Μολονότι θα μπορούσαμε να πούμε πολλά πράγματα για να αντικρούσουμε αυτό το επιχείρημα (για παράδειγμα, είναι το ίδιο αδύνατον να πιστοποιήσουμε την ύπαρξη του ανθρωπίνου εγκεφάλου), θα εξετάσουμε μόνο ένα ερώτημα. Και θα απευθύνουμε αυτό το ερώτημα όχι στους άθεους, σ' εκείνους που απορρίπτουν και αρνούνται την ύπαρξη του Θεού, αλλά στους πιστούς, σ' εκείνους που βεβαιώνουν πως ο Θεός υπάρχει. Το ερώτημα είναι αυτό: αν αληθεύει αυτό που λέει το Ευαγγέλιο, ότι «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε» (Ίωάν. 1:18), τότε πάνω σε ποια βάση επιβεβαιώνουμε μολαταύτα πως ο Θεός υπάρχει και εκπληττόμαστε μάλιστα νιώθοντας κάποια λύπη για την απόρριψη Του από τους απίστους;


Η απάντηση μας είναι πως τα επιχειρήματα που προβάλλονται από τους απίστους είναι λανθασμένα και ακατάλληλα σε σχέση με τον Θεό και είναι εύλογα και έγκυρα μόνο όταν εφαρμόζονται στον ορατό, απτό και εμπειρικό κόσμο. Ο θεός, λέμε, μπορεί να γίνει γνωστός μόνο δια της πίστεως. Όμως τότε παραμένει το ερώτημα: από που προέρχεται η πίστη, πως γεννιέται μέσα μας; Ένας πιστός μπορεί φυσικά να απαντήσει σ' αυτό λέγοντας «δεν χρειάζομαι αποδείξεις, μου αρκεί η ίδια η πίστη». Αυτό είναι αλήθεια, όμως μόνο για τον πιστό. Όμως τι θα γίνει αν ρωτήσουν τον πιστό - και τον ρωτήσουν ειλικρινά – «ναι, μα πως έφτασες να πιστέψεις, τι σε έφερε στην πίστη;». Θα έστρεφες στ' αλήθεια την πλάτη σου σ' αυτή την ερώτηση και θα φυλάκιζες τον εαυτό σου μέσα στο δικό σου υπερήφανο και εγωκεντρικό κόσμο;

Συνεπώς, αυτό το ερώτημα είναι εύλογο και δεν μπορεί να παραμεριστεί. Μπορεί να απορρίπτουμε το είδος της αποδείξεως που ζητούν οι άπιστοι, μπορεί να περιγελάμε τους κοσμοναύτες που λένε πως στον ουρανό δεν μπόρεσαν να βρουν τον Θεό, αλλά δεν πρέπει να απορρίπτουμε αυτό το ερώτημα. Όμως σ' αυτή την περίπτωση, ποια άλλη απόδειξη μπορούμε να δώσουμε, ποια είναι η απόδειξη μας; Σ' αυτό ακριβώς το σημείο μπαίνουμε στη βαθύτερη και κεντρική βεβαιότητα του χριστιανισμού, η οποία μόνη της καθιστά δυνατή την εξήγηση του. Ερχόμαστε στην έννοια που είναι η βάση της πίστεως μας: αποκάλυψη .


Η πίστη είναι η απάντηση του ανθρώπου στον Θεό. Όμως αυτό προϋποθέτει πως η πρωτοβουλία γι'αυτή τη σχέση μεταξύ ανθρώπου και Θεού, την οποία εμείς ονομάζουμε πίστη, δεν ανήκει στον άνθρωπο αλλά στον Θεό. Ο Θεός αποκαλύπτεται στον άνθρωπο, ο άνθρωπος δέχεται αυτή την αποκάλυψη, ανταποκρίνεται σ' αυτήν και άπαντα στον Θεό. Να γιατί ο πιστός δεν προσφέρει «αντικειμενική» απόδειξη πειστική για έναν άπιστο. Και το περισσότερο για τον πιστό: η πίστη είναι κάτι αυταπόδεικτο, όπως ακριβώς ο Θεός - προς τον οποίον κατευθύνεται η πίστη - είναι αυταπόδεικτος. Όμως έχοντας πει κάτι τέτοιο για την αποκάλυψη του Θεού στους ανθρώπους, γνωρίζουμε βεβαιότατα πως για έναν άπιστο αυτή η απάντηση δεν είναι πειστική. «Είναι υπέροχο», λέει ο άπιστος, «ισχυρίζεσαι πως ο Θεός αποκάλυψε τον εαυτό Του σε σένα και αυτό εξηγεί το γιατί πιστεύεις. Όμως ο θεός δεν αποκάλυψε τον εαυτό Του σε μένα και συνεπώς η απιστία μου είναι δικαιολογημένη και δεν έχουμε τίποτε περισσότερο να πούμε». Έτσι, δεν αρκεί να βασιζόμαστε απλά στην αποκάλυψη. Πρέπει να κάνουμε άλλη μια ερώτηση: είναι δυνατόν να εξηγήσουμε σε κάποιον άλλον, συμπεριλαμβανομένου και του απίστου, πως ο Θεός αποκαλύπτεται και τι είναι αυτή η αποκάλυψη;


Ολόκληρη η Γραφή είναι στην κυριολεξία γεμάτη από εκφράσεις τέτοιες όπως: «Είπεν ο Θεός τω Αβραάμ», «... και είπεν ο Θεός τω Μωυσή...». Όμως τι σημαίνουν αυτές οι εκφράσεις; Πως το είπε αυτό ο θεός, πως φανέρωσε την βουλή Του στους ανθρώπους; Πολλοί τα θεωρούν όλα αυτά ως παιδικά παραμύθια, γιατί αυτό που είναι αυταπόδεικτο και τόσο σημαντικό στην πίστη - το γεγονός της θείας αποκαλύψεως - είναι γραμμένο με αυτούς τους παιδιάστικους ορούς: «και είπεν ο Θεός». Ωστόσο είναι αυτοί ακριβώς οι οροί που έχουν παραμείνει τόσον καιρό ανερμήνευτοι. Αν, όπως ο χριστιανισμός πάντοτε ισχυριζόταν και εξακολουθεί να ισχυρίζεται, η πίστη ξεκινά με την αποκάλυψη του Θεού, με την κλήση στην οποία ο άνθρωπος ακούει και έπειτα απαντά, αν πριν έλθουμε στον Θεό για να Τον βρούμε, αυτός πρώτος έρχεται σε μας, δεν μπορούμε τουλάχιστον να πούμε κάτι γ' αυτή την αποκάλυψη; Αλλιώς, αναγκαζόμαστε να παραδεχθούμε πως τα λόγια των αθεϊστών είναι ορθά και αληθινά: «Λοιπόν, κανείς Θεός ποτέ δεν αποκάλυψε τον εαυτό Του σε μένα και συνεπώς η απιστία μου είναι θεμιτή».


Ωστόσο, είναι πράγματι δυνατόν για μας, που είμαστε πιστοί, να παραδεχθούμε πως εκατομμύρια άνθρωποι έχουν κατά κάποιο τρόπο ξεχαστεί από τον Θεό, πως για κάποιο λόγο ο Θεός αποκαλύπτει τον εαυτό Του σε μερικούς, σχετικά λίγους, και πως δεν αποκαλύπτεται στους άλλους; Είναι πράγματι δυνατόν για μας να παραδεχτούμε αυτή την ακατανόητη αδικία του Θεού; Αν ο Θεός, όπως ισχυριζόμαστε, είναι ο θεός της αγάπης, τότε αγαπά όλους, καλεί όλους προς τον εαυτό Του, περιμένει από όλους μια απάντηση αγάπης, μια απάντηση πίστεως. Προκύπτει επίσης πως αυτή η αποκάλυψη, η οποία ισχυριζόμαστε ότι βρίσκεται στο επίκεντρο της πίστεως και κάνει δυνατή την απάντηση εκ μέρους της πίστεως, δεν είναι ένα είδος ανεξήγητου θαύματος ή ανατροπή του φυσικού νόμου, ούτε κάτι υπερφυσικό ? το αντίθετο, η αποκάλυψη είναι ο υψηλότερος νόμος του κόσμου και της φύσεως. Μολοταύτα, είναι ένας νόμος που οι άνθρωποι ούτε βλέπουν ούτε καταλαβαίνουν, γιατί η προσοχή τους και το βλέμμα τους εστιάζονται σε άλλα πράγματα, γιατί «ακοή ακούσετε και ου μη συνήτε, και βλέποντες βλέπετε και ου μη ίδητε, ...μήποτε επιστρέψωσι» (δες Ματθ. 13:14, 15).


Στην πρωινή της λατρεία η Εκκλησία αρχίζει κάθε καινούργια μέρα με την επίσημη και χαρούμενη επιβεβαίωση ότι ο Θεός αποκάλυψε τον εαυτό Του. Όμως μέσα σε ποιο πλαίσιο αποκαλύπτεται, με ποιους τρόπους εκδηλώνεται; Αυτό είναι το επόμενο ερώτημα που πρέπει να θέσουμε.

Η ζωή ως αποκάλυψη


Ο Θεός αποκαλύπτεται στους ανθρώπους και είναι η ίδια η απάντηση της δεκτικότητας τους, η ίδια η αποδοχή εκ μέρους τους της αποκαλύψεως του Θεού, που αποτελεί τον βαθύτερο ορισμό της πίστεως. Η «αποκάλυψη» ως λέξη, έχει μόνο προσφάτως στην ιστορία - στα τελευταία διακόσια χρόνια - φτάσει ευρέως να κατανοείται ως συνώνυμο με το υπερφυσικό και το θαύμα, ως κάτι που αντιτίθεται στο αισθητό γεγονός και είναι ασυμβίβαστο με την επιστήμη. Και εξαιτίας του ότι θεωρείται ασυμβίβαστη με την επιστήμη και την «πραγματική» ζωή, η κάθε είδους αποκάλυψη θεωρείται απλά ως μύθος, ως ένα δημιούργημα της φαντασίας - η το χειρότερο - απόγονος του σκότους και της άγνοιας. Αυτή η κοσμοθεωρία έχει βαθμιαία αφαιρέσει από τον άνθρωπο (όμως ευτυχώς όχι από κάθε άνθρωπο) μια ασύγκριτα βαθύτερη και πλουσιότερη κατανόηση του κόσμου, με αποτέλεσμα σήμερα να τυραννιόμαστε απ' αυτή την ιδεολογία. Είναι σαν να μας έλεγαν πως όλα τα ερωτήματα της ζωής, του κόσμου και οτιδήποτε μέσα σ' αυτόν μπορούν να προσεγγισθούν και να κατανοηθούν αποκλειστικά μέσω της χρήσεως ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή.


Αν, ωστόσο, ελευθερωθούμε για μια στιγμή από τη δουλεία σ' αυτή την επιπολαιότητα, τη ρηχότητα και πάνω απ' όλα απ' αυτή την υπεραπλουστευμένη κοσμοθεωρία, τότε μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση στο κάθε τι μέσα στον κόσμο καθίσταται δυνατή, αποδεκτή, πειστική και σε τελευταία ανάλυση αυταπόδεικτη. Ξαφνικά οι λέξεις «αποκάλυψη» και «θαύμα» παύουν να είναι ο πρόγονος του σκότους και της άγνοιας.


Τι κι αν τα πάντα είναι αποκάλυψη; Τι κι αν τα πάντα στον κόσμο και σ' ολόκληρη τη ζωή είναι - κατά μία απολύτως διαφορετική και βαθιά έννοια η οποία είναι ταυτόχρονα τόσο παιδικά απλή - μια αποκάλυψη; Τι κι αν τα πάντα είναι ένα θαύμα και ένα μυστήριο, καθ' ολοκληρίαν άσχετα με τον πανίσχυρο ηλεκτρονικό υπολογιστή; Και τι κι αν η βαθύτερη, και ταυτόχρονα προφανέστερη, εμπειρία κάθε άνθρωπου είναι πως οτιδήποτε σ' αυτό τον κόσμο είναι ταυτόχρονα και αυτό που είναι (ό,τι δηλαδή ο ηλεκτρονικός υπολογιστής μπορεί να γνωρίζει γι' αυτό) και κάτι άλλο, το οποίο κανείς ηλεκτρονικός υπολογιστής δεν είναι ικανός να κατανοήσει και να ορίσει, κάτι που μας αποκαλύπτεται, που μας εμφανίζεται και εισχωρεί μέσα μας ως το πιο σημαντικό και πολύτιμο πράγμα στη ζωή μας;


Η επιστήμη μελετά τη φύση. Άλλα δεν είναι επίσης αλήθεια πως η μελέτη της φύσεως μπορεί να γίνει απολύτως διαφορετικά και μέσω της ποιήσεως, της μουσικής και της τέχνης; Και δεν είναι αλήθεια πως αυτά τα τελευταία αποκαλύπτουν κάτι άλλο περί της φύσεως, κάτι συνάμα τόσο αληθινό και ταυτόχρονα ίσως πολύ περισσότερο απαραίτητο για μας;
Για ποιο πράγμα ολολύζεις, άνεμε της νύχτας;
Τι τόσο έξαλλα θρηνείς;...
Σε κάποια γλώσσα η καρδιά μπορεί να σε νιώσει να μιλείς...
(Φεντόρ Τιούτσεφ, 1803-73)


Μήπως είναι αυτά ανόητα και παράλογα λόγια απόλυτα άσχετα με τη ζωή, ή μήπως αυτή η ποίηση ξεσκεπάζει τα ψέματα των ιδεολογιών που αρνούνται κάτι τόσο αυταπόδεικτο για όλους: πως τα πάντα στον κόσμο και στη ζωή και αποκρύπτουν και αποκαλύπτουν κάποιο βαθύτερο νόημα, πως μαρτυρούν ένα είδος μυστηριώδους παρουσίας, πως τα πάντα κρατούν την υπόσχεση και τον όρκο κάποιας «άλλης» γνώσεως, κάποιας «άλλης» κατανοήσεως. Είναι δυνατόν να μιλάμε ασταμάτητα γι' αυτό, όμως ό,τι έχει ήδη λεχθεί είναι ίσως αρκετό για να μας κάνει να αισθανθούμε, τουλάχιστον αμυδρά, πως ο χριστιανισμός κατανοεί την αποκάλυψη - ότι δεν είναι απλά μια κάποιου είδους παράξενη και ανεξήγητη φανέρωση, αλλά κάτι που επιβεβαιώνει η ίδια η εμπειρία του ανθρώπου. «Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού» (Ψαλμ. 18:1), «πάσα πνοή αινεσάτω τον Κύριον» (Ψαλμ. 150:6). Για να το θέσουμε απλά, η πίστη αντιλαμβάνεται τον ίδιο τον κόσμο, την ίδια τη ζωή ως αποκάλυψη, ως την παρουσία του αοράτου στο ορατό. Πράγματι, από την ίδια τη φύση του ο άνθρωπος ζει αυθεντικά μόνο δια των αποκαλύψεων: αποκαλύψεων κάλλους, αποκαλύψεων αγάπης, αποκαλύψεων της φύσης, αποκαλύψεων του αγαθού. Όμως αυτά είναι πράγματα για τα οποία οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές δεν έχουν τίποτε να πουν, και τα οποία σε όλες τις εποχές και σε κάθε τόπο έχουν δώσει αυθεντικό νόημα και πραγματικό περιεχόμενο στη ζωή.


Συνεπώς, όλα αυτά είναι μόνο η πρώτη και η πιο γενική αποκάλυψη που μπορούμε να αναγνωρίσουμε. Φτάνει σε μας μέσω της φύσεως, μέσω του άλλου προσώπου, μέσω της αγάπης, της χαράς και του πόνου. Μας κατακλύζει στην παιδική μας ηλικία, όταν τα πάντα εκλαμβάνονται ως θαύμα, ως αποκάλυψη. Και κατά τη διάρκεια των καλύτερων στιγμών της ζωής μας, γνωρίζουμε πως ο Ντοστογιέφσκι είχε δίκιο όταν αποκαλούσε αυτή την εμπειρία «άγγιγμα των άλλων κόσμων...». Σ' αυτό το σημείο, φυσικά, μέσα στην άρρητη εμπειρία της αποκαλύψεως, ο άνθρωπος θα έπρεπε να παραδεχτεί πως η μόνη πιθανή πηγή της είναι ο Θεός. Όμως, ας υποθέσουμε πως για κάποιο λόγο δεν καταλήγει σ' αυτό το συμπέρασμα, ή στην πραγματικότητα αντιτίθεται σ' αυτό. Δεν βλέπει ή δεν ακούει τον Θεό που του αποκαλύπτεται μέσα στον κόσμο. Ας το υποθέσουμε αυτό και ας συνεχίσουμε, έχοντας κατά νου ωστόσο, ότι αισθανθήκαμε το μυστήριο μέσα στον κόσμο.

Η θρησκευτική εμπειρία ως αποκάλυψη


Αυτή η «φυσική» αποκάλυψη, τόσο χαρακτηριστική της ανθρώπινης ζωής, δεν εξαντλεί, φυσικά, τη χριστιανική εμπειρία και τη χριστιανική διδασκαλία περί αποκαλύψεως. Μπορούμε να προχωρήσουμε μακρύτερα. Ή, ορθότερα, μπορούμε να επιστρέψουμε τώρα στο ερώτημα που πρώτο αναμόχλευσε τους στοχασμούς μας για την πίστη και τη θεμελίωση της στην αποκάλυψη. Η Γραφή μιλά συνεχώς για συγκεκριμένες αποκαλύψεις: «Και είπε Κύριος τω Άβραμ, έξελθε εκ της γης σου... και δεύρο εις τη γην, ην αν σοι δείξω» (Γεν. 12:1). Ή, «και εγένετο λόγος Κυρίου προς με... και είπε Κύριος προς με» (δες Ιερεμ. 1:4, 7, για παράδειγμα).


Τι είναι αυτό το φαινόμενο; Ποια είναι η σχέση του με τη «γενική αποκάλυψη» για την οποία μόλις μίλησα; Από τη μια πλευρά, είναι γεγονός πως ο χριστιανισμός καταφάσκει στα λόγια του Ευαγγελίου πως «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε» (Ίωάν. 1:18) και πως κάθε μέρα στην προσευχή της η Εκκλησία ονομάζει τον Θεό «αόρατο, ακατάληπτο, άρρητο». Συνεπώς, οι Γραφικές περιγραφές της αποκαλύψεως δεν μπορούν να αναφέρονται σε κάποιο είδος «φυσικών» φανερώσε ων του Θεού. Από την άλλη, καθεμιά απ' αυτές τις αποκαλύψεις είναι τόσο πρόδηλη, τόσο αξιόπιστη, τόσο αναπόφευκτη, ώστε ο άνθρωπος την αποδέχεται και ακολουθεί τις οδηγίες της. «Και επορεύθη Άβραμ, καθάπερ ελάλησεν αυτώ Κύριος» (Γεν. 12:4). Εδώ είναι πάλι σαφές, πως έχουμε να κάνουμε με κάποιο αίσθημα, όμως με ένα αίσθημα ατελεύτητα βαθύτερο, απροσμέτρητα υψηλότερο και πιο έντονο από εκείνα δια των οποίων αντιλαμβανόμαστε φυσιολογικά τη βαθύτερη διάσταση της ζωής.


Στη ζωή μας, δεν έχουμε όλοι γνωρίσει στιγμές τόσο μοιραίες, τόσο έντονες, τόσο αποκλειστικά μοναδικές, που στ' αλήθεια μας φάνηκε σαν να μας καλούσε, να μας εμφανιζόταν, να μας αποκαλυπτόταν και να μας προσκαλούσε μια εσωτερική φωνή προς κάποια απόφαση, η οποία μόλις μια στιγμή ενωρίτερα ήταν ακόμη ασαφής και αμφίβολη; Δεν έχουμε την εμπειρία τέτοιων στιγμών, κατά τη διάρκεια των οποίων όλη η ζωή φαίνεται να δοκιμάζεται, όταν στην κυριολεξία τα πάντα εξαρτώνται από το κατά πόσον ακολουθούμε αυτή την απόφαση που εγείρεται τόσο επιτακτικά και τόσο αναπόφευκτα μέσα στη συνείδηση μας;


Φυσικά έχουμε περάσει κάτι τέτοιο, φυσικά έχουμε γνωρίσει τέτοιες στιγμές! Και ασχέτως πόσο συχνά λέμε πως τα πάντα στη ζωή είναι, χωρίς εξαίρεση, υποκείμενα στον ατσάλινο νόμο της αιτίας και του αποτελέσματος, συνεχίζουμε να γνωρίζουμε με όλη την ύπαρξή μας, με όλη την εμπειρία μας, πως στην πραγματικότητα, τα πάντα, απολύτως τα πάντα, εξαρτώνται συχνότατα από τις αποφάσεις μας, από τη φωνή της συνειδήσεως, από εκείνη τη μυστηριώδη αχτίνα φωτός που ξεπροβάλλει από τα μυστηριώδη βάθη του «εγώ» μας.


Δεν θα μάθουμε ποτέ ακριβώς τι συνέβη την ήμερα εκείνη που ο Αβραάμ πήρε τη μοιραία του απόφαση, όταν «έπίστευσεν Άβραμ τω Θεώ» (Γεν. 15:6, Ρωμ. 4:3), εγκατέλειψε τα πάντα και πήγε μακριά σε άλλη γη, βάζοντας έτσι σε κίνηση μια απόλυτα καινούργια αλυσίδα γεγονότων που οδηγούν στον Χριστό. Δεν θα μάθουμε ποτέ ακριβώς τι συνέβη όταν, υποτασσόμένος στην ίδια ακριβώς μυστηριώδη διαίσθηση, ο Μωυσής ανέβηκε στο βουνό μόνος και μετά κατέβηκε φέρνοντας στο λαό εντολές τόσο άπλες και τόσο αιώνιες, ώστε μέχρι σήμερα ο κόσμος να κρατιέται ακόμα απ' αυτές. Όμως γνωρίζουμε πως σ' αυτά τα γεγονότα κάτι συνέβη, που ουσιαστικά μετέβαλε την πνευματική μοίρα του ανθρώπου. Γνωρίζουμε πως στη βαθύτατη έννοιά του, το καθένα απ' αυτά ήταν μια κλήση και μια απάντηση, αποκάλυψη και πίστη. Τελικά, γνωρίζουμε πως αυτή η αποκάλυψη και η πίστη σε απάντηση προς αυτήν, δόθηκαν ελεύθερα γιατί η αποκάλυψη δεν ήταν ούτε «φυσική» ούτε εξαναγκασμένη, αλλά προήλθε έσωθεν, από τα βάθη του ανθρωπίνου αισθήματος. Ο Αβραάμ πίστεψε, αλλά ήταν ελεύθερος να απορρίψει την πίστη. Ο Μωυσής υποτάχθηκε, αλλά ήταν ελεύθερος να απορρίψει την υποταγή. Είναι αυτή η τριπλή ενότητα αποκαλύψεως, πίστεως και ελευθερίας που μας οδηγεί στον ίδιο τον Χριστό.

Ο Χριστός ως αποκάλυψη


Ο Χριστός βρίσκεται στο ίδιο το κέντρο της θρησκευτικής αποκαλύψεως, η μάλλον, της θρησκευτικής εμπειρίας ως αποκαλύψεως, ως επίκεντρο της και ακτινοβόλος πυρήνας της. Πράγματι, ολόκληρο το μήνυμα, της χριστιανικής πίστεως και η μοναδικότητα του σε σχέση με όλες τις άλλες θρησκείες, είναι πως όταν προσβλέπει στον άνθρωπο Ιησού αντικρύζει τον αποκαλυφθέντα θεό, τον εμφανιζόμενο Θεό εν τω μέσω ημών, πάνω στη γη, μέσα στο χρόνο, με όλη τη σαφήνεια του ορατού, του κατανοητού, του χειροπιαστού κόσμου.


Ο χριστιανισμός, η Εκκλησία, πάντοτε επέμειναν σ' αυτή τη συγκεκριμένη, ιστορική και πλήρη ανθρωπότητα του Χρίστου. «Ο άκηκόαμεν, ο εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ο εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν» (Α'. Ίωάν. 1:1) - να πως ξεκινά την επιστολή του, το κήρυγμα του, ο Ιωάννης, ο αγαπημένος μαθητής του Χριστού. Και αυτό συνεχίζει να διδάσκει η Εκκλησία χωρίς παραλλαγή. Δεν είναι τυχαίο πως το «Σύμβολο της Πίστεως» - η σύντομη έκθεση πίστεως που επαναλαμβάνεται καθημερινά τόσο στις εκκλησιαστικές ακολουθίες όσο και στις προσωπικές, ατομικές προσευχές των πιστών - αναφέρει πάντοτε τον Πόντιο Πιλάτο, τον διοικητή της Παλαιστίνης στους χρόνους του Χριστού. Μ' αυτό το όνομα, μ' αυτό το συγκεκριμένο πρόσωπο και με τη σχέση του με όλα εκείνα προς τα οποία η πίστη κατευθύνεται, αυτό που επιβεβαιώνεται ξανά και ξανά είναι ότι, αυτός ο Χριστός, στον οποίον πιστεύουμε, δεν είναι κάποια μυθική ύπαρξη, που σαν τους ειδωλολατρικούς θεούς κατοικεί σε κάποιον μυθικό κόσμο «πολύ παλιά και πολύ μακριά». Για τη χριστιανική πίστη, αυτή η σχέση μεταξύ της θείας αποκαλύψεως και της εγκόσμιας ιστορίας και ζωής είναι φοβερά σημαντική. Η αποκάλυψη έλαβε χώρα «επί Ποντίου Πιλάτου» σε μια συγκεκριμένη στιγμή της ιστορίας, σε έναν συγκεκριμένο τόπο, κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες.


Κι αλήθεια, τόσο στο παρελθόν όσο και σήμερα ακόμα, πολυάριθμες προσπάθειες έχουν γίνει για να ανασκευάσουν την «ιστορικότητα» των γεγονότων των Ευαγγελίων, για να δείξουν πως ο Χριστός «επινοήθηκε» κατά τον ίδιο τρόπο που επινοήθηκαν όλοι οι άλλοι «θεοί». Έχει γίνει τώρα πια απόλυτα σαφές, ωστόσο, πως αυτές οι απόπειρες πραγματοποιήθηκαν όχι με το ενδιαφέρον της επιστημονικής γνώσεως, αλλά της «ιδεολογίας». Η αυθεντική επιστημονική γνώση, η όποια στη μεθοδολογία και την αντικειμενικότητα της ενώνει παρόμοια και τους απίστους και τους πιστούς, έχει για πολύ καιρό αναγνωρίσει την «ιστορικότητα» του Χριστού, μολονότι αυτό δεν συνεπάγεται πως όλοι οι μελετητές μοιράζονται και αποδέχονται τη χριστιανική και θρησκευτική ερμηνεία των Ευαγγελικών γεγονότων. Οι μοναδικοί μελετητές που αρνούνται την ιστορικότητα των Ευαγγελίων είναι εκείνοι των οποίων η άρνηση πηγάζει από τις απαιτήσεις της ιδεολογίας τους, εκείνοι για τους οποίους ο πρωταρχικός κίνδυνος από το χριστιανισμό είναι ακριβώς η ιστορικότητα του.


Αυτό που είναι σημαντικό για μας, ωστόσο, δεν είναι, αυτές οι απαρχαιωμένες και από παλιά αναξιόπιστες απόπειρες να αντικρούσουν την ιστορικότητα του χριστιανισμού. Πρέπει να καταλάβουμε γιατί ο χριστιανισμός συνδέει τη διδασκαλία του, την πίστη του, με τέτοια συγκεκριμένα, απολύτως σαφή ιστορικά γεγονότα και ανθρώπους - γιατί συσχετίζει αυτά τα συγκεκριμένα γεγονότα με την έσχατη και υπερβατική θρησκευτική αποκάλυψη. Η ιστορία γνωρίζει μόνο τον άνθρωπο Ιησού, η πίστη Τον αναγνωρίζει ως Θεό: να πως μπορούμε να εκφράσουμε, εν συντομία, την ουσία του χριστιανισμού. Όμως εδώ, φανερώνεται κάτι που είναι υπέρτατης σημασίας για την κατανόηση του χριστιανισμού και της αντιλήψεως του για τον Θεό και τον άνθρωπο. Εκείνοι που αντιτίθενται στη θρησκεία ισχυρίζονται πάντοτε πως οι άνθρωποι επινόησαν τον Θεό από αντίδραση στο φόβο και πως κάθε θρησκεία δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο καρπός αυτού του εξαναγκασμού. Όμως σίγουρα εδώ, σ' εκείνη την εικόνα του ανθρώπου Ιησού που έχει φτάσει έως εμάς δια των Ευαγγελίων, δεν βρίσκουμε απολύτως καμιά βία ή εξαναγκασμό.


Κάποιοι άνθρωποι Τον άκουσαν, κάποιοι άλλοι δεν Τον άκουσαν, κάποιοι Τον ακολούθησαν, κάποιοι άλλοι όχι, κάποιοι Τον αγάπησαν, άλλοι Τον μίσησαν. Όμως ποτέ, ούτε για μια φορά, δεν εξανάγκασε ο Χριστός κάποιον να Τον ακολουθήσει, ποτέ δεν εξανάγκασε κανέναν να Τον πιστέψει πιέζοντας τον. Ωστόσο εκείνοι που Τον αγάπησαν, που Τον πίστεψαν και αποδέχτηκαν τη διδασκαλία Του, όλοι ομόφωνα Τον ομολόγησαν ως Θεό - αποδέχτηκαν και Αυτόν και τη διδασκαλία Του ως Θεία αποκάλυψη. Δεν σημαίνει αυτό πως η χριστιανική εμπειρία, η χριστιανική αντίληψη για τον Θεό είναι κάτι εντελώς αντίθετο από την περιγραφή της από άθεους ιδεολόγους, που εξηγούν τα πάντα στη θρησκεία ως αποτέλεσμα του φόβου, του αγνώστου, του εξαναγκασμού του νου και της συνειδήσεως; Αυτό σημαίνει πως στο επίκεντρο αυτής της χριστιανικής εμπειρίας υπάρχει η εμπειρία ενός Θεού που δεν βιάζει την ανθρώπινη ελευθερία, επιλογή ή απόφαση - ενός Θεού που αναζητά μόνο πίστη δοσμένη ελεύθερα και αυτό σημαίνει πίστη ως ελευθερία. «Έάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε» είπε ο Χριστός (Ιωάν. 14:15), όμως είναι ακριβώς αυτή η αγάπη που δεν μπορεί να εξαναγκασθεί, είναι ακριβώς αυτή η αγάπη που δεν μπορεί ποτέ και με κανένα τρόπο να βιασθεί.


Ναι, ο Θεός αποκαλύπτεται στους ανθρώπους: Αποκαλύπτει τον εαυτό Του στη φύση, στην ιστορία και τελικά στη ζωή: στην εμφάνιση και στη διδασκαλία ενός ανθρώπου, σε ένα μοναδικό γεγονός για τη σημασία του και ανόμοιο με οτιδήποτε άλλο. Όμως αποκαλύπτεται κατά τέτοιο τρόπο, που κάθε άνθρωπος να είναι ελεύθερος να αποδεχθεί αυτή την αποκάλυψη, να έχει την εμπειρία της ως δικής του σωτηρίας, ως τον υψηλότερο σκοπό και έσχατη χαρά της ζωής του, αλλά είναι εξ' ίσου ελεύθερος να μη δει, να μη διακρίνει, την αποκάλυψη του Θεού, να την απορρίψει. Πιστεύοντας σ' ένα Θεό που αναζητά την ελεύθερη απάντηση του άνθρωπου στην αποκάλυψη Του, στην αγάπη Του, ο χριστιανισμός καταφάσκει στην ελευθερία του προσώπου, ή ορθότερα, καταφάσκει στο πρόσωπο ως ελεύθερη ύπαρξη. Έτσι, σύμφωνα με το χριστιανισμό, αυτό που συνδέει τον θεό και τον άνθρωπο, αυτό που τους ενώνει, δεν είναι ένας εξωτερικός «εξαναγκασμός», αλλά μόνο αγάπη, το πιο ελεύθερο απ' όλα τα γνωρίσματα του ανθρώπου και η ίδια η ουσία του Θεού.


Το Ευαγγέλιο Τον αποκαλεί «Αγάπη», δημιουργεί τον κόσμο εν αγάπη, και μόνο δια της αγάπης μπορούμε να αναγνωρίσουμε τα πάντα στον κόσμο και στη ζωή ως αποκάλυψη της θείας αγάπης. Είναι δια της αγάπης που μας σώζει και είναι μόνο μέσα στην αγάπη που μπορούμε να αναγνωρίσουμε εν Χριστώ τον θεό που είναι αγάπη - Εκείνον που μας φανερώνεται, που μας πλησιάζει, που ενώνεται μαζί μας.




ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ: ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΟ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ

                                                                       
                                                                         Εισαγωγή


Μέσα στη χριστιανική εκκλησιαστική ζωή από τους αρχαιότατους χρόνους μέχρι σήμερα, ιδιαίτερο χώρο καταλαμβάνει εκείνο που είναι γνωστό ως Σύμβολο της πίστεως, μια δηλαδή σχετικά σύντομη ομολογία εκείνου που η Εκκλησία πιστεύει. Στην αρχική της σημασία, η λέξη «σύμβολο» μπορεί να μεταφραστεί ως «εκείνο που συνέχει, που ενώνει, που συνδέει». Έτσι, το Σύμβολο της Πίστεως είναι ακριβώς αυτό που συνέχει όλες τις αλήθειες που η Εκκλησία πιστεύει ως ουσιαστικές για τον άνθρωπο, για την πληρότητα της ζωής του και για τη σωτηρία του από την αμαρτία και τον πνευματικό θάνατο.
Ιστορικά το Σύμβολο της Πίστεως έλκει την καταγωγή του από την προετοιμασία των νεοφύτων, των νεοπροσηλυτισθέντων πιστών, που ετοιμάζονταν να εισέλθουν στην Εκκλησία μέσω του μυστηρίου του βαπτίσματος.


Στην αρχαιότητα ήταν κυρίως ενήλικες όσοι βαπτίζονταν. Έπειτα, όπως και τώρα, άνθρωποι πολλοί πίστεψαν, αποδέχτηκαν τον Χριστό, επεθύμησαν να εισέλθουν στην Εκκλησία και να γίνουν μέλη της εκκλησιαστικής κοινότητας - όμως ο καθένας διήνυε έναν μοναδικό δρόμο για να πλησιάσει την Εκκλησία και το βάπτισμα. Γιατί η προσέγγιση κάθε ανθρώπου, η συνάντηση κάθε ανθρώπου με τον θεό είναι ένα αδιαπέραστο μυστήριο της χάριτος του θεού. Μερικοί άνθρωποι προσέρχονται στον θεό μέσω του πόνου και της θλίψεως, άλλοι μέσω της χαράς και της ευτυχίας. Έτσι ήταν και έτσι θα είναι πάντοτε.


Ο τρόπος που η πίστη γεννιέται μέσα στην ανθρώπινη ψυχή είναι ένα μυστήριο. Ωστόσο, όταν γεννηθεί η πίστη στον Χριστό, θα οδηγήσει η ίδια τον άνθρωπο στην Εκκλησία, σε εκείνη την κοινότητα αυτών που πιστεύουν στον Χριστό. Η ίδια η πίστη αναζητά και αξιώνει την ενότητα των πιστών που, ακριβώς μέσω της ενότητας και της αγάπης τους ο ένας για τον άλλον, μαρτυρούν στον κόσμο πως είναι μαθητές και ακόλουθοι του Χριστού. «Εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί μαθηταί έστε», είπε ο Χριστός, «εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις» (Ιωάν. 13:35). Αγάπη και ενότητα εν πίστει: αυτή είναι η κύρια χαρά των χριστιανών, λέει ο Απόστολος Παύλος. «Επιθυμώ γαρ ιδείν υμάς», γράφει στη χριστιανική Εκκλησία της Ρώμης, «... τούτο δε έστι, συμπαρακληθήναι εν υμίν δια της εν αλλήλοις πίστεως υμών τε και εμού» (Ρωμ. 1:11, 12).


Η χριστιανική ζωή ενός νέου πιστού άρχιζε όταν πήγαινε στον επίσκοπο της τοπικής εκκλησίας, που με το χέρι του έκανε το σημείο του σταυρού στο μέτωπο του νέου χριστιανού σαν να τον εσφράγιζε με το σημείο του Χριστού. Ο άνθρωπος τότε είχε προσέλθει πια στον Θεό, είχε πιστέψει στον Χριστό. Όμως τώρα έπρεπε να μάθει το περιεχόμενο της πίστεως, έτσι εγγραφόταν ως μαθητής (ή κατηχούμενος στην εκκλησιαστική γλώσσα) και άρχιζε να κατηχείται. Γιατί ο χριστιανισμός δεν είναι απλά συγκίνηση και συναίσθημα - όχι, είναι η συνάντηση με την Αλήθεια, είναι η ηρωική προσπάθεια της αποδοχής της Αληθείας από ολόκληρη την ύπαρξη. Όπως ακριβώς ένας άνθρωπος που αγαπά παράφορα τη μουσική πρέπει να περάσει από αυστηρή εκπαίδευση προτού μπορέσει να την εκτελέσει, έτσι και ο άνθρωπος που έφτασε να πιστεύει στον Χριστό πρέπει τώρα να οικειοποιηθεί το περιεχόμενο της πίστεως του και τη δέσμευση που αυτή συνεπάγεται.
Την παραμονή του Πάσχα - αφού στην αρχαία Εκκλησία οι βαπτίσεις τελούνταν τη νύχτα της Αναστάσεως - κάθε άτομο που ετοιμαζόταν για το βάπτισμα διάβαζε επίσημα και δυνατά το Σύμβολο της Πίστεως, το «κατανοούσε», ομολογούσε την αποδοχή του και την είσοδο του στην ενότητα της πίστεως και της αγάπης.


Αρχικά, κάθε μεγάλη τοπική εκκλησία - της Ρώμης, της Αλεξανδρείας, της Αντιοχείας - είχε το δικό της βαπτισματικό σύμβολο πίστεως και μολονότι όλα αυτά εξέφραζαν τη μία αδιαίρετη αλήθεια, διέφεραν το καθένα από το άλλο στο ύφος και στη διατύπωση. Αργότερα, στην αρχή του τετάρτου αιώνα, πρόβαλαν μεγάλες έριδες μέσα στην Εκκλησία, που αφορούσαν στη βασική διδασκαλία του χριστιανισμού περί του Χριστού ως Θεού, με αποτέλεσμα το 325 μ.Χ. η Πρώτη Οικουμενική Σύνοδος που συγκλήθηκε στη Νίκαια να προκρίνει ένα κοινό σύμβολο πίστεως. Μετά από μερικές δεκαετίες διευρύνθηκε από τη Δευτέρα Οικουμενική Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως και έγινε γνωστό ως το Σύμβολο της Νικαίας - Κωνσταντινουπόλεως, το κοινό Σύμβολο Πίστεως για ολόκληρη την παγκόσμια Εκκλησία. (Σήμερα γίνεται αναφορά σ' αυτό ως το «Πιστεύω της Νικαίας»). Τελικά, στην Έφεσο το έτος 431, η Τρίτη Οικουμενική Σύνοδος αποφάσισε πως αυτό το Σύμβολο της Πίστεως έπρεπε να παραμείνει για πάντα απαραβίαστο και πως τίποτε δεν έπρεπε να προστεθεί σ' αυτό.


Έκτοτε, το Οικουμενικό Σύμβολο της Πίστεως ψάλλεται ή αναγιγνώσκεται στην Εκκλησία σε κάθε λειτουργία. Είναι η έκφραση της πίστης της Εκκλησίας, η έκφραση που κρατήθηκε κοινή για όλους και απαιτείται απ' όλους. Και συνεπώς, όποιος επιθυμεί να γνωρίσει τι η Εκκλησία πιστεύει, ποια είναι η πίστη μας, ποια είναι αυτή η Αλήθεια που ο χριστιανισμός προσφέρει στον κόσμο, θα βρει την απάντηση στο Σύμβολο της Πίστεως. 

Το Πιστεύω της Νικαίας


Πιστεύω εις ένα Θεόν, Πατέρα, παντοκράτορα, ποιητήν ουρανού και γης, ορατών τε πάντων και αοράτων.
Και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν του Θεού τον μονογενή, τον εκ του Πατρός γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων.
Φως εκ φωτός, θεόν αληθινόν, εκ θεού αληθινού γεννηθέντα, ου ποιηθέντα, ομοούσιον τω Πατρί, δι' ου τα πάντα εγένετο.
Τον δι' ημάς τους ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν κατελθόντα εκ των ουρανών και σαρκωθέντα εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου και ενανθρωπήσαντα.
Σταυρωθέντα τε υπέρ ημών επί Ποντίου Πιλάτου, και παθόντα, και ταφέντα.
Και αναστάντα τη τρίτη ημέρα, κατά τας Γραφάς. Και ανελθόντα εις τους ουρανούς, και καθεζόμενον εκ δεξιών του Πατρός.
Και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς ? ου της βασιλείας ουκ έσται τέλος.
Και εις το Πνεύμα το Άγιον, το Κύριον, το Ζωοποιόν, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, το συν Πατρί και Υιώ συμπροσκυνούμενον και συνδοξαζόμενον, το λάλησαν δια των προφητών.
Εις μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν.
Ομολογώ έν βάπτισμα εις άφεσιν αμαρτιών.
Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών.
Και ζωήν του μέλλοντος αιώνος.

Πιστεύω...


«Πιστεύω». Ας σταματήσουμε στην εισαγωγική αυτή λέξη του Πιστεύω, γιατί φωτίζει ολόκληρο το Σύμβολο της Πίστεως, αποκαλύπτοντας πόσο αυτό είναι άκρως πνευματικό και μοναδικό. Μολονότι η λέξη φαίνεται οικεία και κατανοητή χρειάζεται να σκεφτούμε πάνω σ' αυτήν, να την ανακαλύψουμε και συνεχώς να την ξανα-ανακαλύπτουμε προσωπικά όλοι μας.


Τι εννοώ όταν λέω τη λέξη «πιστεύω»; Μου φαίνεται πως και απλά να θέτεις αυτό το ερώτημα είναι αρκετό για να αντιληφθείς, πρώτα απ' όλα, πόσο βαθιά διαφέρει αυτή η λέξη απ' όλες τις άλλες προσωπικές καταθέσεις και πόσο βαθιά εκφράζει το περιεχόμενο του εσωτέρου «εγώ» μας.
Όταν λέω «νομίζω», τότε οι άλλοι και εγώ γνωρίζουμε τι αυτό σημαίνει: την κατεύθυνση της συνειδήσεως μου προς αυτό ή εκείνο το αντικείμενο. Λέγοντας «νομίζω πως ο θεός υπάρχει» σημαίνει πως εκφράζω ένα συγκεκριμένο συμπέρασμα που βασίζεται στη μια ή στην άλλη ομάδα συλλογισμών. Λέγοντας «γνωρίζω, είμαι πεπεισμένος, αντιλαμβάνομαι» σημαίνει πως παραμένω μέσα στα όρια εκείνων των πλήρως ευεξήγητων και λογικών καταστάσεων της συνειδήσεως μου όπου τίποτε δεν αποτελεί αίνιγμα. Η λέξη «πιστεύω» δεν ταιριάζει σε καμιά απ' αυτές τις καταστάσεις του νοός, γιατί η «πίστη» δεν είναι αναγκαία. Για παράδειγμα, είναι απλά ανόητο να πω «πιστεύω πως βρέχει», αφού η βροχή είναι ένα αντικειμενικό γεγονός.


Είναι σαφές, συνεπώς, πως η φράση «πιστεύω» μπορεί να ισχύσει μόνο για εκείνα τα πράγματα - εντός μου ή έξω από έμενα - τα οποία είναι ασαφή. Η, για να το θέσω κάπως διαφορετικά, εφαρμόζεται μονάχα σε εκείνο που μήτε οι αισθήσεις, μήτε η νόηση, μήτε τα γεγονότα μπορούν να το καταστήσουν σαφές.
Επιπροσθέτως, και εδώ προσεγγίζουμε το σημαντικότερο, η λέξη «πιστεύω» από την ίδια τη φύση της ανταποκρίνεται σε κάτι, έστω και μόνο εντός μου, που είναι πραγματικό και γεμάτο από εσωτερική δύναμη, αφού το ίδιο δεν χρειάζεται κάποια εξωτερική βοήθεια. Λέω «πιστεύω» μόνο όταν αναφέρομαι σε κάτι που δεν μπορώ να δω με τα μάτια μου, ούτε να ακούσω με τα αυτιά μου, ούτε και να αγγίξω με τα χέρια μου, όταν το «δύο συν δύο κάνει τέσσερα» είναι εντελώς άσχετο με
αυτό μου το βίωμα. Πιστεύω σ' αυτό και μέσω αυτής της πίστης το γνωρίζω.


« Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε...» (Ιωάν. 1:18). Για τους πιστούς, η πίστη δεν ομοιάζει με τίποτε άλλο, αφού η ουσία της μέλλει να κατευθύνεται προς κάτι το οποίο είναι αδύνατον να το γνωρίσω και να το εξηγήσω «απλά». Με αύτη την έννοια, η πίστη μπορεί να ονομασθεί και Θαύμα και μυστήριο. Ο ίδιος ο πιστός πρώτα έχει την εμπειρία της πίστεως ως θαύματος. Πού στ' αλήθεια, βρίσκεται η πηγή της μέσα στην ψυχή; Ποιος τόπος μέσα στη συνείδηση είναι η πηγή αυτής της αναμφισβήτητης παρουσίας, αυτής της δυναμικής συναντήσεως με ένα πνεύμα αγάπης που περιβάλλει τα πάντα, που ταυτόχρονα είναι και χαρούμενο και φοβερό; Είναι σαν να μην είμαι εγώ, αλλά κάποια δύναμη μέσα μου που λέει «πιστεύω», σε απάντηση ακριβώς αυτής της συναντήσεως. Δεν μπορώ να το εξηγήσω με λόγια, αφού τα λόγια αφορούν συχνά αυτό που είναι γήινο, αφορούν τα γεγονότα, αφορούν εκείνα που μπορούμε να τα δούμε και να τα αγγίξουμε. Η εμπειρία της πίστεως είναι σαφέστατα μια άνωθεν εμπειρία ? συνεπώς πως δύναται να εκφρασθεί, πως μπορεί να μεταδοθεί; Είναι σα να μην έχω φτάσει σε κάποιο συγκεκριμένο τόπο, αλλά κάποιος να έχει έρθει σε μένα και να έχει αγγίξει την καρδιά μου: «Ιδού έστηκα επί την θύραν, και κρούω» (Αποκάλ. 3:20). Είναι ακριβώς αυτή η κρούση που η ψυχή έχει αισθανθεί και που αγάλλεται και την αναγνωρίζει.


Θαύμα και συνεπώς μυστήριο. Η πίστη είναι το άγγιγμα του μυστηρίου, είναι η αντίληψη μιας άλλης διάστασης για απολύτως όλα όσα βρίσκονται στον κόσμο. Με την πίστη, το μυστηριώδες νόημα της ζωής φανερώνεται. Κάτω από την απλή, την ευεξήγητη, τη μονοδιάστατη επιφάνεια των πραγμάτων αρχίζει να αστραποβολά το αυθεντικό τους περιεχόμενο. Η ίδια η φύση αρχίζει να μίλα και να μαρτυρεί για εκείνο που την υπερβαίνει, που βρίσκεται εντός της, αλλά και χώρια απ' αυτήν. Για να μιλήσω με τους απλούστερους δυνατούς ορούς: η πίστη βλέπει, γνωρίζει, αισθάνεται... την παρουσία του Θεού στον κόσμο. Πίστη, κατά την έκφραση του Αποστόλου Παύλου, είναι «πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων» (Εβρ. 11:1). Στ' αλήθεια, για τον πιστό τα πάντα στη ζωή και η ίδια η ζωή αρχίζουν να κατανοούνται ως αποκάλυψη. «Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού, ποίησιν δε χειρών αυτού αναγγέλει το στερέωμα» (Ψαλμ. 18:1). Αυτό δεν είναι ποίηση, είναι η φωνή και η μαρτυρία της πίστεως.


Θαύμα, μυστήριο, γνώση, χαρά, αγάπη: όλα αυτά απηχούνται στη λέξη «πιστεύω», η οποία είναι ταυτόχρονα και μια επιβεβαίωση και μια απάντηση. Είναι η απάντηση σε Εκείνον που πρώτος με αγάπησε, είναι η επιβεβαίωση της αποδοχής εκ μέρους μου αυτής της αγάπης και της πραγματικότητας αυτής της δυναμικής συναντήσεως. «Πιστεύω!» - αυτό και όλα τα άλλα που ακολουθούν στο Σύμβολο της Πίστεως είναι η εξιστόρηση και η μαρτυρία εκείνου, που η ψυχή έμαθε σ' αυτή τη συνάντηση.

...εις ένα Θεόν, Πατέρα, παντοκράτορα, ποιητήν ουρανού και γης, ορατών τε πάντων και αοράτων...


Πιστεύω εις ένα Θεόν. Αυτή η ομολογία του ενός Θεού είναι η αρχή των αρχών στον χριστιανισμό, το βασικότερο του θεμέλιο. Ο χριστιανισμός πρωτο-μπήκε σ' έναν κόσμο που κυβερνιόταν από την πολυθεΐα, γιατί ο προχριστιανικός άνθρωπος ονόμαζε τη φύση για θεό του, θεοποιούσε τη φύση, ή ορθότερα, τις διάφορες δυνάμεις που δρουν μέσα σ' αυτήν. «Ο κόσμος είναι γεμάτος από θεούς», έγραφε ο Έλληνας φιλόσοφος Θαλής και αυτό σημαίνει, με σύγχρονους ορούς, πως ένα πλήθος δυνάμεων και "νόμων" λειτουργεί μέσα στον κόσμο.


Ο χριστιανισμός επαναστάτησε εναντίον της θεοποιήσεως του κόσμου κηρύττοντας και ομολογώντας έναν και μόνο θεό, θέλοντας να πει μ' αυτό πως όλες οι δυνάμεις, όλη η ζωή, όλοι οι «νόμοι», όλα όσα ζουν στον κόσμο, ο ίδιος ο κόσμος, είναι από τον θεό αλλά δεν είναι ο θεός. Η ειδωλολατρία και η πολυθεΐα αισθάνθηκαν τη θεία καταγωγή του κόσμου, αλλά δεν γνώρισαν τον θεό. Οι «θεοί» τους ήταν απλά αντανακλάσεις του ίδιου του κόσμου, ο οποίος εξηγεί τους ανταγωνισμούς μεταξύ των θεών του πολυθεϊσμού και τον ειδωλολατρικό, μαγικό χαρακτήρα του παγανισμού.
Συνεπώς, το να κηρύξουμε, το να ομολογήσουμε τον ένα Θεό σημαίνει πως βεβαιώνουμε ότι υπάρχει ένα υπέρτατο πνευματικό όν, μιά υπερβατική ύπαρξη, που μονή της δύναται να αποκαλύψει το νόημα κάθε μορφής ζωής.


Το Σύμβολο της Πίστεως ονομάζει κατ' ευθείαν αυτόν τον ένα Θεό, Πατέρα. «Πιστεύω εις ένα Θεόν, Πατέρα...», γιατί αν η λέξη «Θεός» αποδίδει την απόλυτη υπερβατικότητα του Θείου, την απόλυτη κυριαρχία Του πάνω στον κόσμο, την εμπειρία μας για τον Θεό ως το Ύψιστο Ον, ως Απρόσιτο, ως Άλλο - τότε το να ονομάζεις τον θεό «Πατέρα» επιβεβαιώνει όχι μόνο τη σχέση Του με τον κόσμο, αλλά επίσης και μια σχέση της οποίας η βαθύτερη ουσία είναι η αγάπη, η οικειότητα και η φροντίδα.
Αν ο χριστιανισμός απορρίπτει την πολυθεΐα και διακηρύσσει τον Θεό ως το απόλυτο Ον, τότε ακριβώς με την ίδια δύναμη απορρίπτει επίσης εκείνη την ιδέα περί του Θεού που είναι γνωστή ως Θεϊσμός. Αυτή η ιδέα σημαίνει την κατανόηση του Θεού ως «αιτίας», ή, κατά την περίφημη αναλογία του Βολτέρου, ως Ωρολογοποιού που δημιουργεί ένα σύνθετο μηχανισμό, τον θέτει σε εφαρμογή και έπειτα δεν συμμετέχει πια στην κίνηση του. Είναι ακριβώς αυτό το είδος της αφηρημένης, καθαρά φιλοσοφικής κατανοήσεως του θεού, που απορρίπτεται όταν αποκαλούμε τον Θεό Πατέρα. Ο Πατέρας δίνει ζωή και συνεχίζει να αγαπά τη δημιουργία του, να μεριμνά γι' αυτήν και να μετέχει σ' αυτήν. Το Ευαγγέλιο λέει πως ο θεός είναι αγάπη και συνεπώς αποκαλώντας Τον Πατέρα ανταποκρινόμαστε στην αγάπη Του με τη δική μας αγάπη, τη δική μας εμπιστοσύνη, τη δίκη μας στοργική, υιϊκή υπακοή.


Έχοντας Τον αποκαλέσει Πατέρα, το Σύμβολο της Πίστεως ομολογεί επίσης τον Θεό ως Παντοκράτορα. «Πιστεύω εις ένα Θεόν, Πατέρα, παντοκράτορα». Μ' αυτή τη λέξη εκφράζουμε την πίστη μας πως ο Θεός, τον οποίον εμείς αποκαλούμε Πατέρα, αγκαλιάζει με την πρόνοια Του όλη τη ζωή, ή καλύτερα, πως τα πάντα στον κόσμο ανήκουν σ' Αυτόν, προέρχονται απ' Αυτόν και ζουν δι' Αυτού.
Δεν υπάρχει τίποτα άλλο που να πολέμησε ο χριστιανισμός τόσο δυναμικά όσο η «δυαρχία», η πίστη δηλ. πολλών προχριστιανικών θρησκειών σε δύο δημιουργίες: φωτός και σκότους, καλού και κακού. Η δυαρχία έχει την καταγωγή της στην εμπειρία πως ο πόνος, το κακό και η παραφροσύνη κυβερνούν τον κόσμο. Αφού ο πόνος και το κακό - κατά την αντίληψη των δυαλιστών - έχουν την πηγή τους στην ύλη, είναι απαραίτητο συνεπώς να ξεφύγουμε από την ύλη και να αναζητήσουμε την καθαρή πνευματικότητα. Η ύλη προέρχεται από το κακό, είναι κακή. Αργότερα θα μιλήσουμε πάλι για τη χριστιανική αντίληψη περί του κακού, το οποίο έχει πλεονάσει στον κόσμο ο οποίος δημιουργήθηκε από έναν καλό και φωτεινό θεό. Προς το παρόν, ας μου επιτραπεί να τονίσω απλά, πως αυτή η αντίληψη αποκλείει οποιοδήποτε είδος δυαρχίας. Ο κόσμος δημιουργήθηκε εν αγάπη. Αν εκπίπτει απ' αυτήν, τότε αυτό συνιστά ακριβώς πτώση και όχι την ουσία του κόσμου.


Τελικά, το Σύμβολο της Πίστεως ομολογεί πως ο Θεός είναι Πατέρας, Παντοκράτορας, Ποιητής – « ποιητήν ουρανού και γης, ορατών τε πάντων και αοράτων». Ο δημιουργημένος κόσμος έχει την καταγωγή του από τον Θεό. Δεν υφίσταται αφ' εαυτού, δεν είναι η τυχαία σύνδεση κυττάρων, ούτε και είναι παράλογος. Έχει νόημα, έχει προέλευση και σκοπό και τα πάντα σ' αυτόν συνδέονται με την υπερβατική θεία σοφία: ο ουρανός και η γη, τα ορατά και τα αόρατα. «Και είδεν ο Θεός τα πάντα, όσα εποίησε και ιδού καλά λίαν» (δες, Γεν. 1:31). Μ' αυτή την ομολογία κάθε άξεστη, υπεραπλουστευμένη κατανόηση του κόσμου, κάθε αναγωγή στην καθαρή «αντικειμενικότητα» απορρίπτεται. Ο δημιουργημένος από τον Θεό κόσμος αντανακλά τη θεία Σοφία, τη θεία ωραιότητα, τη θεία αλήθεια. Τα πάντα προέρχονται από τον Θεό, τα πάντα, διαπερνώνται από το υπερβατικό νόημα, και σε τούτο, καθώς θα δούμε αργότερα, έγκειται και η χαρά και η τραγωδία του κόσμου όσο και η ζωή σ' αυτόν.

...και εις ένα Κύριον, Ιησούν Χριστόν...


Κατά τη διάρκεια της περιόδου της γεννήσεως του χριστιανισμού, η λέξη ή ο τίτλος Κύριος σήμαινε έναν ηγέτη προικισμένο με θεία εξουσία και δύναμη, που είχε σταλεί από τον Θεό, εν ονόματι του Θεού, να κυβερνήσει τον κόσμο. Οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες κράτησαν αυτόν τον τίτλο για τους εαυτούς τους, για να υπογραμμίσουν τη θεία πηγή της εξουσίας τους.
Ήταν ακριβώς αυτός ο αυτοκρατορικός τίτλος που οι χριστιανοί αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν. Μη φοβούμενοι ούτε το θάνατο ούτε το διωγμό, βεβαίωναν πως ο κόσμος έχει ένα μόνο Κύριο, ένα φορέα θείας εξουσίας και πως αυτός ο Κύριος είναι ο Ιησούς Χριστός. Για την άρνηση αυτή, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εδίωκε τους χριστιανούς για περισσότερο από διακόσια χρόνια. Όμως ακριβώς γι' αυτόν το λόγο η εξήγηση της χριστιανικής πίστεως στον Χριστό ξεκινά με τη λέξη Κύριος.


«Πιστεύω εις ένα Κύριον, Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν του Θεού, τον μονογενή...». Λέγοντας αυτά τα λόγια βρισκόμαστε αμέσως στην ίδια την καρδιά του χριστιανισμού, στην ιδιαιτερότητα του. Η πίστη στον ένα Θεό είναι θεμελιακή σε όλες τις μεγάλες θρησκείες: στο Ισλάμ, στον Ιουδαϊσμό και σ' αυτόν τον αλλόκοτο «θεϊσμό» - με άλλα λόγια είναι η αναγνώριση πως η καταγωγή της ζωής προέρχεται από ένα υπερβατικό θείο Ον, αναγνώριση που την μοιράζονται εκατομμύρια άνθρωποι σ' ολόκληρο τον κόσμο και που δεν θεωρούν τον εαυτό τους μέλος οποιασδήποτε ιστορικής ή παραδοσιακής θρησκείας.


Ο χριστιανισμός διαφέρει απ' όλες αυτές τις θρησκείες στο ότι, ενώ ομολογεί τον καθαρό μονοθεϊσμό, δηλ. την πίστη σε ένα Θεό, έχει οδηγηθεί απ' αυτήν ακριβώς την πίστη στον Χριστό, στον Άνθρωπο που το όνομά του είναι Ιησούς, που έζησε στην Παλαιστίνη περίπου δύο χιλιάδες χρόνια πριν και που η ζωή του - η εμφάνιση, η διδασκαλία και ο θάνατος του - περιγράφεται και καταγράφεται στο βιβλίο που καλείται Ευαγγέλιο (το χαρμόσυνο άγγελμα στα ελληνικά), που συντάχθηκε από τους τέσσερις Ευαγγελιστές: τον Ματθαίο, τον Μάρκο, τον Λουκά και τον Ιωάννη.
Χριστός. Λέγοντας αυτή τη λέξη συνήθως συνδυάζουμε δύο ονόματα: Ιησούς Χριστός και λησμονούμε πως ενώ το πρώτο όνομα – Ιησούς - είναι στην πραγματικότητα ένα ανθρώπινο όνομα κοινότατο στην Παλαιστίνη εκείνη την εποχή, το δεύτερο όνομα – Χριστός - είναι ένας τίτλος που σημαίνει τον «Κεχρισμένο» και αποτελεί μετάφραση του αρχαίου εβραϊκού Μεσσίας.


Η προφητεία πως ο θεός θα στείλει τον Μεσσία στον κόσμο διαπερνά τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης. Αυτός είναι ο κεχρισμένος, ο Άνθρωπος τον οποίο ο θεός θα ενδύσει με θεία εξουσία, που θα τον γεμίσει με το Άγιο Του Πνεύμα και που θα τον στείλει για να κηρύξει το θέλημα Του στους ανθρώπους, για να τους σώσει από την αμαρτία και το κακό, για να τους ενώσει παντοτινά με τον εαυτό Του. Όπως ακριβώς οι βασιλιάδες και οι προφήτες χρίονταν με λάδι ως σύμβολο πνευματικής δυνάμεως, έτσι επίσης και αυτός ο θείος αγγελιαφόρος δεν μπορεί παρά να είναι ο Μεσσίας. Η προσμονή του Μεσσία ήταν ιδιαίτερα έντονη ακριβώς κατά τη διάρκεια της εποχής που περιγράφεται στα Ευαγγελία. Η πρώτη ευαγγελική βεβαίωση είναι ακριβώς αυτή: πως ο άνθρωπος Ιησούς, που είχε αρχίσει το κήρυγμα του στην Παλαιστίνη, είναι πράγματι ο Μεσσίας, ο Κεχρισμένος του Θεού, ο Χριστός. Εκείνος που προσδοκούσαν όλοι οι προφήτες, Εκείνος που για τον ερχομό Του προσεύχονταν και που την έλευσή Του διακήρυξαν, έχει έλθει. Ο άνθρωπος Ιησούς είναι ο Χριστός. Αυτή λοιπόν είναι η αρχή της χριστιανικής πίστεως.

...και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν, Τον Υιόν του Θεού τον μονογενή, τον εκ του Πατρός γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων. Φως εκ φωτός, Θεόν αληθινόν εκ θεού αληθινού γεννηθέντα, ου ποιηθέντα, ομοούσιον τω ΙΙατρί, δι' ου τα πάντα εγένετο...


Και τελικά η τελευταία, η κορωνίδα όλων, η περικλείουσα τα πάντα αποκάλυψη: αυτός ο Κύριος, τούτος ο Χριστός, τον οποίο ο Θεός απέστειλε στον κόσμο ως αγάπη και σωτηρία είναι ο Υιός του Θεού, ο μονογενής. Σκόπιμα λέω αποκάλυψη, γιατί όλοι οι προηγούμενοι τίτλοι -Κύριος, Χριστός, Κεχρισμένος - μπορούν να βρεθούν στην ιστορία της σωτηρίας, οπού και μπορεί να υποστηριχθεί πως έχουν μια αυστηρά ανθρώπινη σημασία, μια κτιστή σημασία. Όμως το να αποκαλυφθεί ο Χριστός ως ο μονογενής Του Υιός, αυτό είναι κάτι που μόνο ο Θεός, ο Πατέρας μόνο, μπορεί να το κάνει. Και είναι αυτό ακριβώς το μυστήριο που ο Θεός μας αποκαλύπτει κατά την ήμερα που ο Ιησούς Χριστός, με την εν ταπεινώσει υπακοή του στον Θεό, έρχεται να βαπτισθεί από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο:

«Και εγένετο εν εκείναις ταις ημέραις ήλθεν ο Ιησούς από Ναζαρέτ της Γαλιλαίας και εβαπτίσθη υπό Ιωάννου εις τον Ιορδάνην και ευθέως αναβαίνων από του ύδατος είδε σχιζομένους τους ουρανούς και το Πνεύμα ως περιστεράν καταβαίνον επ' αυτόν και φωνή εγένετο εκ των ουρανών, συ ει ο υιός μου ο αγαπητός, εν σοι ηυδόκησα (Μαρκ. 1:9-11).


Εδώ τελειώνει η συζήτηση, αφού δεν υπάρχει κανείς με τον οποίο να διαφωνήσουμε. Έχουμε να κάνουμε εδώ με ένα μυστήριο, μ' ένα μυστικό · μ' ένα μυστήριο που δεν μπορεί να αποτελέσει θέμα συζητήσεως, αλλά που ο θεός μας το αποκαλύπτει. Αυτός δεν χρειάζεται «επικύρωση» ή δικαίωση. Ολόκληρη η ιστορία του κόσμου, η ιστορία της σωτηρίας, κατέληξε σ' αυτή τη θεϊκή αποκάλυψη, σ' αυτό το δώρο της αγάπης και του φωτός και όποιος είναι εκ του φωτός δύναται να τη δεχτεί. Ο Χριστός είναι ο Υιός του Θεού, ο Χριστός είναι Θεός. Και πιστεύουμε σ' αυτό γιατί πιστεύουμε στον Πατέρα και πιστεύουμε στον Υιό. «Ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον Υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύουν εις αυτόν μη απόληται, αλλ' έχη ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. 3:16).


Το Σύμβολο της Πίστεως προσθέτει: «...τον Υιόν του Θεού τον μονογενή». Αυτό σημαίνει πως ο Χριστός είναι ο Υιός του θεού όχι με τη γενική σημασία με την οποία όλοι οι άνθρωποι, όντας κτισμένοι από τον Θεό, μπορούν να ονομασθούν τέκνα του Θεού, αλλά με τη μοναδική και αποκλειστική έννοια της λέξεως «μονογενής», δηλ. του μόνου, του ενός που δεν είναι κτιστός, αλλά υπάρχει «προ πάντων των αιώνων» ως Υιός του Πατρός. Αυτό δίδασκε ο Χριστός για τον εαυτό Του και αυτή είναι η πίστη που λάβαμε απ' Αυτόν. Τον εμπιστευόμαστε και μ' αυτή την εμπιστοσύνη παύει ο Θεός να είναι μια αφηρημένη ιδέα. «...Ο πατήρ αγαπά τον υιόν», λέει ο Χριστός, «και πάντα δέδωκεν εν τη χειρί αυτού» (Ιωάν. 3:35). Ο Πατέρας είναι αιώνια αγάπη για τον Υιό, αιώνια χαρά εν Αυτώ, αιώνια αυτοπροσφορά σ' Αυτόν και συνεπώς θεωρείται ως ο Πατέρας του μονογενούς Του Υιού. Και ο Υιός παρομοίως αποκαλύπτεται ως αιώνια αγάπη, αιώνια υπακοή, αιώνια στοργή και αυτοπαράδοση στον Πατέρα.


Ναι, η δύναμη του νου μας σταματά εδώ, η δύναμη της πεπτωκυίας και περιορισμένης λογικής μας καταρρέει όταν ατενίζουμε το βάθος, το μέγεθος και το απρόσιτο αυτού του μυστηρίου. Ωστόσο είναι ακριβώς αυτό το μυστήριο, το οποίο μας κηρύττει ο Χριστός: μια ριζικά διάφορη, μια ριζικά καινούργια και ανείπωτη διδασκαλία περί του ίδιου του Θεού. Και πάνω σ' αύτη τη βάση η Εκκλησία ποτέ δεν σταματά να βεβαιώνει πως ο Χριστός είναι φως εκ φωτός, Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού.


Μ' αυτή την ανείπωτη διδασκαλία χαράζεται μια γραμμή μεταξύ εκείνων που αποδέχονται αυτή την πίστη και ζουν δι' αυτής και εκείνων που δεν την αποδέχονται, εκείνων που λένε πως ενώ ο Χριστός πράγματι έφερε στους ανθρώπους μια υπέροχη και έξοχη ηθική διδασκαλία, είναι ο ίδιος απλός άνθρωπος και όχι θεός. Σταματώ εδώ για να συλλογισθούμε πάνω σ' αυτές τις επιλογές, γιατί αναμφίβολα καθορίζουν ολόκληρη την αντίληψη μας για τον χριστιανισμό. Η εκλογή μπορεί να τεθεί κατ' αυτόν τον τρόπο: είτε αποδεχόμαστε ολόκληρο το Ευαγγέλιο, ολόκληρη τη διδασκαλία του Χριστού όπως μας παραδίδεται στο Ευαγγέλιο, είτε όπως ο Τολστόϊ, αποδεχόμαστε κάποιο μέρος αυτής και κάποιο άλλο παραμερίζουμε - αποδεχόμαστε εκείνο με το οποίο συμφωνούμε, εκείνο το οποίο καταλαβαίνουμε, αλλά απορρίπτουμε εκείνο που δεν κατανοούμε. Μολαταύτα, επιλέγοντας αυτή τη δεύτερη προσέγγιση πρέπει επίσης να αντιληφθούμε πως έτσι διορίζουμε τους εαυτούς μας κριτές του Ευαγγελίου και, το φοβερότερο, ισχυριζόμαστε πως έσφαλε ο Χριστός και δίδασκε αναληθή πράγματα. Όμως, αν έσφαλε κάπου και δίδασκε μερικά αναληθή πράγματα, τότε ποια είναι η αξία των άλλων Του λόγων και ολοκλήρου της διδασκαλίας Του;


Αν διαβάσουμε το Ευαγγέλιο χωρίς προκαταλήψεις, δεν μπορούμε να έχουμε καμιά αμφιβολία πως ο Χριστός είχε συνείδηση πως είναι ο Υιός του Θεού, που στάλθηκε στον κόσμο από τον Πατέρα με σκοπό να τον σώσει. Αυτή είναι όλη η επιδίωξη του Ευαγγελίου, δηλ. αυτά είναι τα «καλά νέα» που οι μαθητές του Χριστού διέδωσαν σ' όλο τον κόσμο, αυτό είναι το μυστήριο που ο Χριστός κήρυξε και φανέρωσε στον κόσμο. Είναι η αποδοχή ακριβώς αυτού του μυστήριου που αποτελεί την αρχή της χριστιανικής πίστεως και είναι η ατέρμονη εμβάθυνση σ' αύτη την αποδοχή που αποτελεί το περιεχόμενο της χριστιανικής ζωής.


Ποιο είναι αυτό το μυστήριο που οι πατέρες και οι διδάσκαλοι της Εκκλησίας αποκαλούσαν υπέρτατα λαμπρό και ευφρόσυνο; Η απάντηση σ' αυτό το ερώτημα περιέχεται μέσα σε μια μόνο λέξη: αγάπη. Το Ευαγγέλιο λέει πως ο Θεός είναι αγάπη: όχι πως η κλήση στην αγάπη αποτελεί ένα πρόσθετο θείο «ιδίωμα», αλλά πως ο ίδιος ο Θεός είναι αγάπη. Ωστόσο δεν υπάρχει αγάπη χωρίς εραστή, ερωμένο και την ένωσή τους. Και αν αυτή η αγάπη είναι απόλυτη, τότε επίσης ενσαρκώνεται σε μια απόλυτη ένωση, τέτοια που ο εραστής να μπορεί να πει: γίναμε ένα, είμαστε ένα.
Συνεπώς, μπορούμε να πούμε πως αν αποκαλέσουμε τον Θεό τέλειο Ον και αν η τελειότητα μας αποκαλύπτεται ως αγάπη, αν ο «Θεός είναι αγάπη», τότε ο Θεός δεν υπάρχει απομονωμένος, ως ένα είδος αιωνίου Εγώ χωρίς αιώνιο Συ. Όχι, ο Θεός είναι η απόλυτη, τρισευλογημένη ένωση του Εραστή, του Ερωμένου και της Αγάπης, ή, όπως ο ίδιος μας αποκάλυψε: Πατέρας, Υιός και Άγιον Πνεύμα.


«Πάτερ!», λέει ο Χριστός κατά τη νύχτα της προδοσίας «ίνα πάντες εν ώσι, καθώς συ, πάτερ, εν εμοί κάγώ εν σοι, ίνα ο κόσμος πιστεύση ότι συ με απέστειλας» (Ιωάν. 17:21). Εδώ έγκειται το νόημα των λόγων του Συμβόλου της Πίστεως, όσον αφορά στον Υιό του Θεού τον μονογενή.

...τον δι' ημάς τους ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν κατελθόντα εκ των ουρανών...


Πρώτα, ας σταματήσουμε εδώ για να συλλογισθούμε τη λέξη σωτηρία. Χρειάζεται να παραμείνουμε σ' αυτό, γιατί πραγματευόμαστε εδώ μια έννοια τόσο οικεία σε κάθε πιστό, μια έννοια, με την οποία έχει τόσο πολύ εξοικειωθεί, ώστε να μην αισθάνεται πια το πλήρες της νόημα. Ο χριστιανισμός είναι η θρησκεία της σωτηρίας. Αυτό σημαίνει πως δεν είναι απλά ένα «πρόγραμμα βελτιώσεως της ζωής», πως δεν συνιστά απλά μια επινόηση για να υπερνικήσουμε τις καθημερινές αντιξοότητες της ζωής, ούτε και είναι ένα σύνολο αφηρημένων αρχών και κανόνων συμπεριφοράς. Η σωτηρία προϋποθέτει πως κάποιος χάνεται. Εκείνος που πνίγεται, εκείνος που καταβροχθίζεται από τις φλόγες, εκείνος που πέφτει από το χείλος του γκρεμού δεν προσεύχεται για κάποια ανακούφιση, ούτε προφέρει παρηγορητικές λέξεις, αλλά προσεύχεται για τη σωτηρία. Ωστόσο αυτή ακριβώς η αίσθηση της απώλειας και συνεπώς η εμπειρία του χριστιανισμού ως σωτηρίας, είναι που έχει καταπνιγεί στο διάβα των αιώνων του χριστιανισμού.


Οι περισσότεροι χριστιανοί συνεχίζουν από συνήθεια να λένε τέτοιες λέξεις όπως «Σωτήρας», «Σωτηρία», «Σώσον ημάς», αλλά μέσα τους ασυνείδητα βιώνουν αυτές τις λέξεις με διαφορετικό τρόπο απ' ό,τι οι πρώτοι χριστιανοί. Μέσα στον ίδιο το χριστιανισμό έχει λάβει χώρα ένα ιδιόμορφο υποκατάστατο λέξεων, ή μάλλον, όχι λέξεων, γιατί η ορολογία παραμένει η ίδια, αλλά νοήματος με το οποίο ακούγονται οι λέξεις. Αυτό το υποκατάστατο έλαβε χώρα γιατί σταματήσαμε να θεωρούμε τον εαυτό μας ως ύπαρξη που στ' αλήθεια χάνεται, ύπαρξη που η ζωή της σπεύδει αμείλικτα προς την ανόητη κατάρρευση, ύπαρξη της οποίας η ζωή αναλώνεται από το κακό, από τον παραλογισμό, από τον τρόμο του θανάτου και της φθοράς, από τον κτηνώδη αγώνα για επιβίωση, από τη φοβερή επιθυμία για δύναμη, από τον πόλεμο όλων εναντίον όλων, από τα ψέματα που δηλητηριάζουν τις ίδιες τις πηγές της ζωής, από την άγνοια και από την παγκόσμια καταδίκη του θανάτου. Με άλλα λόγια, καταποντιζόμαστε απ' όλα εκείνα που ο λεγόμενος πολιτισμός μας χρησιμοποιεί - αλίμονο επιτυχώς - για να καταπνίξει τη ζωή και να την παραμορφώσει.


Όλα αυτά έχουμε μάθει κάπως να μην τα προσέχουμε, ενώ αναγνωρίζουμε συνάμα πως η ζωή μας φοβίζει. Όλα αυτά έχουμε μάθει να τα ξορκίζουμε με τον έξαλλο ρυθμό της καθημερινής ζωής. Όχι, δεν είναι τυχαίο πως ο εκκωφαντικός θόρυβος της δυνατής μουσικής μαίνεται ολοένα και πιο δυνατός, πως ο ρυθμός της ζωής γίνεται ολοένα και ταχύτερος, πως οι νέες εφευρέσεις συνεχώς αυξάνουν σε αριθμό και πως όλ' αυτά μας πνίγουν μέρα με τη μέρα. Αυτή είναι μια ανθρωπότητα που φοβάται να σταματήσει, μια ανθρωπότητα που φοβάται να στοχαστεί, που φοβάται να μείνει μόνη με τον εαυτό της και να δει πως η καταστροφή, ο φόβος, το μίσος και το κακό αποτελούν τη ζωή στην οποία καταδικαστήκαμε να ζούμε. Ωστόσο αυτή είναι η αντίληψη, η εικόνα της ζωής που βρίσκουμε στα Ευαγγέλια. Ο Χριστός έρχεται σε ανθρώπους που «κάθονται στο σκοτάδι» και «στη σκιά του θανάτου». Αυτός είναι ο πρώτος ορισμός της ανθρώπινης καταστάσεως στα Ευαγγέλια. Η χαρά της νύχτας των Χριστουγέννων αμαυρώνεται αμέσως. Ο Ηρώδης θέλει να σκοτώσει το Βρέφος και γι' αυτό δολοφονεί πλήθος παιδιών. Τώρα, γράφει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος: «Φωνή εν Ραμά ηκούσθη, θρήνος και κλαυθμός και οδυρμός πολύς, Ραχήλ κλαίουσα τα τέκνα αυτής, και ουκ ήθελε παρακληθήναι, ότι ουκ εισίν» (Ματθ. 2:18).


Ο Χριστός κηρύττει αποκλειστικά την αγάπη, τη συγχώρεση. Έτσι, τι είναι αυτό που προκαλεί το μίσος που Τον περιβάλλει, που Τον οδηγεί τόσο αναπόδραστα και ανελέητα στο Σταυρό; Αυτή η τρομερή σκηνή της προδοσίας, της απιστίας, του τρομαχτικού κακού, του ιδρώτα που πέφτει στο έδαφος σαν κομμάτια από αίμα, βρίσκεται στον πυρήνα του Ευαγγελίου. Ο Άνθρωπος που στην αγωνία Του πριν από το θάνατο «ήρξατο λυπείσθαι και αδημονείν» (Ματθ. 26:37), που κραυγάζει από το σταυρό «Θεέ μου Θεέ μου, ινατί με εγκατέλιπες;» (Ματθ. 27:46), καταδικάζεται από τον Πιλάτο που φοβάται τα πλήθη, ταπεινώνεται, φραγγελώνεται και εμπτύεται από τους Ρωμαίους στρατιώτες, εμπαίζεται από τους Φαρισαίους, υβρίζεται από τα πλήθη που φωνάζουν «Σταύρωσον σταύρωσον αυτόν» - αυτή είναι η εικόνα για τον κόσμο και τη ζωή που μας δίνει το Ευαγγέλιο. Δεν χρειάζεται περισσότερο από ένα λεπτό σκέψης για να αναγνωρίσουμε πως έτσι ήταν και είναι πάντα: πως η καταστροφή τυραννεί τον κόσμο και κυριαρχεί στη ζωή. Αν κάποιος δεν το αντιλαμβάνεται αυτό, αν κάποιος δεν ξεκινά με αυτή την αντίληψη, τότε ο χριστιανισμός δεν έχει κανένα νόημα και δεν έχει πράγματι τίποτα να πει σε κανέναν.


Μόνο με την αποκάλυψη του βάθους και του τρόμου αυτής της καταστροφής ο χριστιανισμός αποκαλύπτει τον εαυτό του, ή ορθότερα, αποκαλύπτει τον Χριστό - τη διδασκαλία Του και την κλήση Του - ως σωτηρία. Σωτηρία όχι από αυτό ή το άλλο, αλλά σωτηρία της ίδιας της ζωής, της τόσο απελπιστικά αποσπασμένης από το αληθινό της περιεχόμενο - από τον θεό, από το φως, από τον ουρανό, από την αλήθεια, από την αιωνιότητα - μιας ζωής που έχει γίνει, σ' αυτή την κατατμημένη κατάσταση, ένα τρομαχτικό, οζώδες πλήθος ανθρωπίνων υπάρξεων, που είναι όλες εξίσου καταδικασμένες σε μια παράλογη καταστροφή. Όλα αυτά τα ομολογούμε όταν λέμε τις άπλες αιώνιες λέξεις του Συμβόλου της Πίστεως: "δι' ημάς τους ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν» · για μας, για μένα, για σένα, για τον καθένα μας προσωπικά και για όλους μαζί, για τη σωτηρία μας. Κάθε φορά που επαναλαμβάνουμε αυτή τη βεβαιότητα, επιβεβαιώνουμε επίσης τη γνώση μας για την καταστροφή.


Πολλοί θα επιθυμούσαν να αφαιρέσουν από το χριστιανισμό αυτό το σύνδεσμο μεταξύ της σωτηρίας και της καταστροφής, της σωτηρίας ως αποτελέσματος της καταστροφής. Πολλοί θα ήθελαν να «αφοπλίσουν» κάπως το χριστιανισμό και να τον μεταβάλουν σε ένα εξάρτημα της ζωής και του τρόπου με τον οποίο την βιώνουμε, σ' ένα απολίθωμα, ή σ' ένα όμορφο έθιμο. Όμως, όπως ακριβώς ο Σταυρός και η σταύρωση δεν πρέπει να χωρίζονται από το Ευαγγέλιο, έτσι και αυτή η σχέση μεταξύ της καταστροφής και της σωτηρίας δεν θα πρέπει να διασπάται. Μπορεί να λεχθεί πως κάθε αυθεντική συνάντηση με τον Χριστό μου αποκαλύπτει πρώτα απ' όλα το σκοτάδι, την καταστροφή, τον παραλογισμό της ζωής μου. Βλέπω τον Χριστό και ακριβώς γιατί Τον βλέπω, κατανοώ πως η ζωή που ζω δεν είναι η πραγματική ζωή, αλλά μια ζωή που την διαπερνά η καταστροφή, που είναι καταδικασμένη στην καταστροφή.


Και η πίστη μου σ' Αυτόν, στον Χριστό, ξεκινά μ' αυτό: πως κατά ένα μυστηριώδη και ανεξήγητο τρόπο, όμως συνάμα και τόσο αυταπόδεικτο, αναγνωρίζω πως μόνο Αυτός, ο Χριστός, μπορεί να με σώσει, πως μόνο μ' Αυτόν και εν Αυτώ βρίσκω τη σωτηρία μου, τη σωτηρία των άλλων ανθρώπων, τη σωτηρία του καθενός, τη σωτηρία των πάντων. «Δι' ημάς τους ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν». Έτσι, ολόκληρο το Ευαγγέλιο, όλη η πίστη εφαρμόζεται στην προσωπική μου ζωή δια μέσου αυτών των λέξεων του Συμβόλου της Πίστεως. Και μόνο αφού το αντιληφθώ αυτό με όλη μου την ύπαρξη δύναμαι να συλλογισθώ το περιεχόμενο της σωτηρίας.

...και σαρκωθέντα εκ Πνεύματος αγίου και Μαρίας της Παρθένου και ενανθρωπήσαντα...


«Εκ Πνεύματος αγίου και Μαρίας της Παρθένου». Νομίζω πως για εκείνους που δεν είναι πιστοί, για εκείνους που βρίσκονται έξω από το χριστιανισμό, δεν υπάρχει μεγαλύτερο εμπόδιο και πειρασμός από τη χριστιανική πεποίθηση ότι ο Ιησούς γεννήθηκε από μία Παρθένο. Αλίμονο, αυτή η πίστη έχει απορριφθεί ακόμα και από πολλούς χριστιανούς, συγκεκριμένα από εκείνους τους επιστήμονες Προτεστάντες που μελετούν το Ευαγγέλιο και την πίστη «επιστημονικά» και που κατά τη γνώμη τους η πίστη στη Μητέρα - Παρθένο είναι απαράδεκτη, συνιστά μια επίθεση στη λογική, αποτελεί πρόληψη. Όμως οι απλοί και ταπεινοί πιστοί, μπορούν απλά και χωρίς αμφιβολίες να αποδεχθούν αυτή την ευαγγελική διδασκαλία. Και όχι μόνο να την αποδεχθούν, αλλά και να τη λάβουν ως ευφρόσυνο δώρο, ως ένα ακτινοβόλο και χαρούμενο μυστήριο που ο θεός ευγενικά καταδέχτηκε να μας αποκαλύψει. Και αφού είναι αδύνατον να αποδείξουμε την «πραγματικότητα» αυτής της παρθενικής συλλήψεως και γεννήσεως, μας απομένει να πιστέψουμε ή να απιστήσουμε σ' αυτήν. Μπορούμε ταπεινά να την αποδεχτούμε ή μπορούμε να την απορρίψουμε «σαν θέμα αρχής» και εν ονόματι της επιστήμης και της λογικής. Μιλώντας γι' αυτό, συνεπώς, μπορούμε να επιχειρήσουμε να ανακοινώσουμε μόνο τι προσφέρει αυτή η πίστη στη συνείδηση μας, στην καρδιά μας - τι μας αποκαλύπτει στο βαθύτερο μέρος της υπάρξεως μας.


Φυσικά, η πίστη στην παρθενική γέννηση του Χριστού, όπως διακηρύσσεται στα Ευαγγέλια, εγείρει για άλλη μια φορά και πολύ εύστοχα, θέμα για τη λογική μας, για το νου μας και για τα όρια αυτής της επιστημονικής προσέγγισης όλων εκείνων των φαινομένων, που μόνος ο νους δύναται να γνωρίσει και όπου αυτός είναι δικαιολογημένα ο υπέρτατος κριτής. Το ερώτημα που προκύπτει είναι σημαντικό, γιατί η παρθενικότητα της Θεοτόκου, όπως αποκαλεί τη Μαρία, τη Μητέρα του Ιησού η Εκκλησία, αντικρούεται ακριβώς πάνω στη βάση της λογικής. Η λογική λέει: αυτό δεν συμβαίνει και συνεπώς πρέπει να εξαλειφθεί από το Ευαγγέλιο. Έτσι, αναγκαζόμαστε να κάνουμε μια επιλογή: ποιο είναι το υψηλότερο, το Ευαγγέλιο ή η λογική; Ποιο κρίνει ποιο, ποιο διορθώνει ποιο; Είναι η λογική που κρίνει το Ευαγγέλιο, ή το Ευαγγέλιο που κρίνει τη λογική; Πρέπει αμέσως να επισημάνω πως αυτό το δίλημμα άφορα όχι μόνο στη βεβαιότητα της πίστεως της παρθενικής γεννήσεως του Χριστού: άφορα πρώτα απ' όλα, καθώς γνωρίζουμε πολύ καλά, στον ίδιο τον Θεό. Η ίδια αυτή λογική, η ίδια αυτή επιστήμη, δεν γνωρίζει ούτε τον Θεό Δημιουργό, ούτε τον Θεό που είναι αγάπη, ούτε τον Θεό Σωτήρα. Γιατί η επιστήμη γνωρίζει μονάχα αυτό που μπορεί να επαληθεύσει και αυτή η επαλήθευση, όπως λέει η φιλοσοφία, πρέπει να πραγματοποιηθεί εμπειρικά.


Το πρόβλημα συνεπώς διευρύνεται. Το ερώτημα τώρα είναι αυτό: υπάρχει μια σφαίρα γνώσεως, ένα φαινόμενο της ζωής όπου ο νους, τουλάχιστον ο γήινος, ανθρώπινος νους μας, ενώ δεν αποκλείεται - γιατί ο χριστιανισμός τοποθετεί το νου σε ένα πολύ υψηλό επίπεδο - δεν έχει εν τούτοις την τελική εξουσία, εκεί όπου δεν μπορεί και συνεπώς δεν θα πρέπει να εκφέρει οποιοδήποτε είδος τελικής κρίσεως; Αυτό το ερώτημα μπορεί να τεθεί και με άλλο τρόπο: υπάρχουν πράγματι όρια στο νου, πέρα από τα οποία - αν είναι ένας αυθεντικός, ή «ευφυής» νους - λέει: «δεν γνωρίζω»; Λέω «ευφυής νους» γιατί αναμφίβολα υπάρχει και ο «ανόητος νους»: είναι το άτομο εκείνο που συνήθως κραυγάζει δυνατότερα από κάθε άλλον και θεωρεί τον εαυτό του παντογνώστη. Ο ευφυής νους, ο αληθινός σοφός, λέει για πολλά πράγματα «δεν γνωρίζω ακόμα» και αυτή η άγνοια είναι απροσμέτρητα πιο άξια για την αυθεντική επιστήμη παρά για την αλαζονική παντογνωσία.


Έτσι η χριστιανική πίστη, ο χριστιανισμός, παίρνει την ακόλουθη θέση όσον άφορα το νου: πρώτον, αναγνωρίζει πως ο νους είναι το μεγαλύτερο δώρο του Θεού, ένα αληθινά θείο δώρο. Δεύτερον, βεβαιώνει πως ο νους σκοτίζεται και περιορίζεται από την αμαρτία - όπως και οτιδήποτε πάνω στον κόσμο, όπως και ολόκληρος ο άνθρωπος - και συνεπώς δεν δύναται να γνωρίζει και να εξηγεί όλα τα πράγματα. Και τελικά, θεωρεί πως ο νους μπορεί και πρέπει να μορφώνεται, να φωτίζεται, να βαθαίνει και να αναγεννάται δια της πίστεως. Για να γίνει αυτό πρέπει πρώτα ο νους να ταπεινωθεί, πράγμα που σημαίνει πως πρέπει να παραδεχτεί πως δεν είναι η μόνη νοερή δύναμη που επενεργεί στον κόσμο, πως λογικά ό,τι μπορεί να κατανοήσει από μόνος του είναι κάποιο είδος τυφλής και άλογης δυνάμεως της αιτιότητας, ότι υπάρχει ένας Θεός που ενεργεί, ένας Θεός που οι δρόμοι Του διαφέρουν από τους δικούς μας, που η σοφία Του δεν είναι σαν τη δική μας, που ανατρέπει τον υπερήφανο νου ο οποίος καταφάσκει στη δήθεν παντογνωσία του.


Αν το δεχτούμε αυτό, τότε όλες οι προαναφερθείσες αντιρρήσεις για την παρθενική γέννηση - αυτό δεν συμβαίνει και συνεπώς είναι αδύνατον, αυτό δεν ανταποκρίνεται στους φυσικούς νόμους που γνωρίζουμε και συνεπώς δεν συνέβη, και ούτω καθεξής - επίσης καταρρίπτονται. Μπορούμε λοιπόν να αποδεχτούμε, πως οι βαθύτεροι νόμοι του κόσμου μας είναι άγνωστοι. Άγνωστα παραμένουν εκείνα τα μυστικά βάθη του νου, ό που συναντά μέσα του την ενέργεια του Θεού που είναι ο Δημιουργός, του Θεού που είναι Αγάπη, του Θεού που είναι πρόνοια.


Η πίστη και η Εκκλησία δεν ισχυρίζονται βέβαια πως η παρθενική γέννηση είναι φυσικό γεγονός, πως είναι δυνατόν να συλλαμβάνονται παιδιά χωρίς πατέρα και να γεννιώνται από μητέρα παρθένο. Η πίστη και η Εκκλησία βεβαιώνουν μόνο, πως αυτό το ανείπωτο, το χωρίς προηγούμενο και αδύνατο για τον εκπεσμένο νου μας γεγονός, συνέβη μία και μόνη φορά, όταν ο ίδιος ο Θεός εμφανίστηκε στη γη ως άνθρωπος! Έτσι, η πίστη στην παρθενικότητα της Μαρίας, της Μητέρας του Ιησού, δεν εξαρτάται καθόλου από το κατά πόσον αυτό το γεγονός είναι «δυνατόν» ή «αδύνατον», από το κατά πόσον συμβαίνει κανονικά ή όχι. Η ίδια η Εκκλησία, σε μια από τις προσευχές της, βεβαιώνει πόσο «αδύνατον» είναι αυτό: «Ξένον των μητέρων η παρθενία...». Μάλλον, αύτη η πίστη εξαρτάται αποκλειστικά από το κατά πόσον πιστεύουμε ότι ο Χριστός είναι ο Θεός που έχει έλθει στον κόσμο, σε μας «δι' ημάς και δια την ημετέραν σωτηρίαν». Αν το πιστεύουμε αυτό, τότε καθίσταται πια δυνατόν για μας να κατανοήσουμε, όχι με τη λογική μας, αλλά στα βάθη της συνειδήσεως μας, το μυστήριο της παρθενικής γέννησης.


Αυτό το μυστήριο είναι εκείνο που περιέχει εντός του την πίστη της Εκκλησίας στον Χριστό, τη γνώση της γι' Αυτόν ως Θεό και Άνθρωπο, ως θεό που ενανθρώπησε, ως Άνθρωπο που θεώθηκε και πληρώθηκε από τον θεό. Δεν εξαρτάται από εμάς να φέρουμε τον Θεό κάτω στη γη και να Τον κάνουμε άνθρωπο. Αυτό αποτελεί απόφαση του Θεού, πρωτοβουλία του Θεού. Ο λόγος για την ενανθρώπηση Του δεν βρίσκεται σε τίποτα γήινο, σε κάποιον από τους φυσικούς νόμους της γης, αλλά μόνο στον Θεό. Ο Χριστός είναι ο Υιός τού Θεού. Όμως λαμβάνει την ανθρώπινη φύση, τη σάρκα και το αίμα Του από εμάς, από ένα ανθρώπινο ον, από την Παρθένο Μαρία. Δια του Αγίου Πνεύματος, δια της δημιουργικής Του δυνάμεως και αγάπης παραχωρήθηκε στη Μαρία να γίνει Μητέρα και μέσου αυτής της μητρότητος να μας γεννά αιωνίως, τόσο εμάς όσο και τον Χριστό τον Υιό του Θεού και να Τον αποκαλύπτει ως ένα από εμάς, ως τον Υιό του ανθρώπου.


Η ελεύθερη απόφαση του Θεού να δημιουργήσει τον νέο άνθρωπο και η ελεύθερη αποδοχή εκ μέρους του ανθρώπου αυτού του δώρου είναι το νόημα της πίστεως μας, αυτή είναι η χαρά της. Ο Θεός κατέρχεται από τον ουρανό έτσι ώστε να ανεβεί ο άνθρωπος εκεί. Δια του Ιησού Χριστού είμαστε τέκνα Θεού, δια της Μαρίας, ο Χριστός είναι μαζί μας και μέσα μας ως αδελφός μας, γιος μας και σωτήρας μας. Και όλα τούτα εκφράζονται στη σύντομη ομολογία του Συμβόλου της Πίστεως: «και σαρκωθέντα εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου και ενανθρωπήσαντα».

...Σταυρωθέντα τε υπέρ ημών επί Ποντίου Πιλάτου...


Γιατί αναφέρεται το όνομα του Πιλάτου σ' αυτήν τη βραχεία απαρίθμηση όλων εκείνων που η Εκκλησία πιστεύει; Γιατί αναφέρεται μόνο αυτό το όνομα σε σχέση με τη σταύρωση, το θάνατο και την ανάσταση του Χριστού, ένα μόνο όνομα ανάμεσα στα αναρίθμητα ονόματα των ανθρώπων που συμμετείχαν στην καταδίκη και στο βασανισμό του αθώου διδασκάλου; Δύο απαντήσεις πρέπει να δοθούν σ' αυτό το ερώτημα και είναι και οι δυο τους ισάξια σημαντικές, ουσιαστικές και κεντρικές για την πίστη μας.


Η πρώτη απάντηση είναι η ακόλουθη: ο Πιλάτος αναφέρεται γιατί κατονομάζοντας τον η Εκκλησία επιβεβαιώνει την ιστορικότητα εκείνων των γεγονότων, δια των οποίων ομολογεί τη σωτηρία του κόσμου και του ανθρώπου.


Υπάρχει και ένας δεύτερος λόγος για την αναφορά του ονόματος του Ρωμαίου κυβερνήτη στο Σύμβολο της Πίστεως και αυτός φαίνεται σαφέστατα στα λόγια που ο Πιλάτος απευθύνει στον Χριστό στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, όταν Αυτός στέκεται μπροστά του. Ο Χριστός είναι σιωπηλός και ο Πιλάτος ερωτά: «Εμοί ου λαλείς; ουκ οίδας ότι εξουσίαν έχω σταυρώσαι σε και εξουσίαν έχω απολυσαί σε;» (Ιωάν. 19:10). Αυτό σημαίνει πως η επίγεια μοίρα του ανθρώπου που στεκόταν ενώπιον του Πιλάτου, ο θάνατος και η ζωή αυτού του ανθρώπου εξαρτιόταν απ' αυτόν, από τον Πιλάτο. Και ο Πιλάτος, όπως γνωρίζουμε, είχε συνείδηση της απόλυτης αθωότητας αυτού του ανθρώπου. «Εκ τούτου εζήτει ο Πιλάτος» γράφει ο ευαγγελιστής Ιωάννης, «απολύσαι αυτόν» (Ιωάν. 19:12), ή, με άλλα λόγια, ο Πιλάτος αναζητούσε μια ευκαιρία για να απελευθερώσει τον Χριστό.


Όμως δεν Τον απελευθέ ρωσε: φοβήθηκε τον όχλο, γιατί ήταν ευκολότερο να ικανοποιήσει τον όχλο και να παραδώσει τον αθώο στο θάνατο από το να Τον απελευθερώσει και να διακινδυνεύσει ταραχές, εξεγέρσεις και καταγγελίες στη Ρώμη. Ο Πιλάτος ήταν ελεύθερος. Η δύναμη του, λέει ο Χριστός, του είχε δοθεί άνωθεν και συνεπώς έπρεπε να χρησιμοποιηθεί για την αλήθεια, τη δικαιοσύνη, το έλεος, την υπεράσπιση των αδυνάτων. Ο Πιλάτος ελεύθερα εξέλεξε το κακό. Υπήρξε μια στιγμή, μια και μοναδική, που τα πάντα εξαρτιόνταν απ' αυτόν και αυτό το εγνώριζε, ενήργησε συνειδητά εναντίον της συνειδήσεως του, εναντίον της αληθείας. Όχι, δεν υπήρξε το πεπρωμένο εδώ, ο Πιλάτος δεν ήταν ένας απερίσκεπτος εκτελεστής της βουλήσεως κάποιου άλλου, ένα πιόνι στα χέρια κάποιου άλλου.


Ο Πιλάτος ήταν ελεύθερος. Και ακριβώς αυτή η ελευθερία είναι που κάνει την πράξη του Πιλάτου τόσο ανεπανόρθωτη, τόσο τρομερή και απόλυτα τραγική. Έτσι, η αναφορά του ονόματος του Πιλάτου στο Σύμβολο της Πίστεως (πάντοτε, κάθε μέρα για περισσότερο από χίλια χρόνια) υπενθυμίζει σε όλους μας πως είμαστε ελεύθεροι. Η στιγμή κατά την οποία ο Πιλάτος θα μπορούσε να έχει απελευθερώσει τον Χριστό διαρκεί αιώνια, διαρκεί σ' όλη τη ζωή του καθενός μας. Δεν υπάρχει ούτε μια ημέρα που να μη βρισκόμαστε ενώπιον μιας εκλογής και να μην έχουμε τη δύναμη που μας δίνεται άνωθεν, από εκείνη την αλάνθαστη φωνή της συνειδήσεως, να γνωρίσουμε την αλήθεια και είτε να την επιλέξουμε είτε να την απορρίψουμε. Και αυτή η ελευθερία, αυτή η δυνατότητα εκλογής κάνει την ίδια την πίστη μας κριτή για μας.


Σε κάθε πρόσωπο μπορούμε να αναγνωρίσουμε την εικόνα του Χριστού και είτε να του κάνουμε καλό είτε να τον καταδικάσουμε - από φόβο, από αδυναμία και ατολμία, όπως έκανε ο Πιλάτος εκείνη την Παρασκευή πριν το Πάσχα κατά την έκτη ώρα. Μόνο σε σχέση μ' αυτή την ελευθερία, την οποία κανείς δεν έχει τη δύναμη να μας αφαιρέσει, θα καθορισθεί η σωτηρία ή η πνευματική μας καταστροφή. Ο Χριστός μας έσωσε, όμως το να κάνουμε το δώρο Του αυτό δική μας σωτηρία είναι κάτι που μόνο εμείς είμαστε ικανοί να το πράξουμε, με την προϋπόθεση πως θα ατενίζουμε πάντοτε τον άνθρωπο που στέκεται ενώπιον του Πιλάτου παραμερισμένος απ' όλους, καταδικασμένος απ' όλους, εγκαταλελειμμένος απ' όλους. «Εξήλθεν ουν ο Ιησούς έξω φορών τον ακάνθινον στέφανον και το πορφυρούν ιμάτιον, και λέγει αυτοίς · ίδε ο άνθρωπος.» (Ιωάν. 19: 5-6), μη γνωρίζοντας πως μ' αυτά τα λόγια και μόνο κρινόμαστε, γιατί ο καθένας μας είναι ελεύθερος να Τον αποδεχθεί ή να Τον απορρίψει και να Τον καταδικάσει.


Έτσι, αναφέροντας το όνομα ενός ανθρώπου, το Σύμβολο της Πίστεως μας αποκαλύπτει για πάντα τα απύθμενα βάθη της ανθρώπινης ελευθερίας. Ο ίδιος ο θεός στέκεται ενώπιον μας, όχι με μεγαλοσύνη και δόξα, γιατί τότε θα υποτασσόμασταν σ' Αυτόν ως δειλοί σκλάβοι ? όχι, στέκεται ενώπιον μας φορώντας ακάνθινο στεφάνι και πορφυρό ρούχο. Μόνο σε σχέση μ' Αυτόν είμαστε ελεύθεροι, όπως κι ο Πιλάτος ήταν ελεύθερος να επιλέξει, και μέσα σ' αυτή την ελευθερία ο καθένας μας καθορίζει τη δική του αιώνια μοίρα.

...Σταυρωθέντα...


Μέσα από τον άνθρωπο Ιησού ο θεός ήλθε σε μας, μας ένωσε με τον εαυτό Του, μας αποκάλυψε την απρόσμετρη αγάπη Του, μας διάνοιξε την πύλη για την αιώνια Βασιλεία της αγάπης και του φωτός. Μα ωστόσο ο κόσμος δεν Τον δέχτηκε και Τον απέρριψε, όπως λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος και Ευαγγελιστής: «εις τα ίδια ήλθε, και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον" (Ιωάν. 1:11). Κατέβηκε από τους ουρανούς και ιδού, Τον εσταύρωσαν. Ενσαρκώθηκε και ιδού, Τον καταδίκασαν. Ενανθρώπησε και ιδού, Τον δολοφόνησαν και Τον έθαψαν. Σ' αυτή την αντιπαράθεση των αντιθέτων, σ' αυτή τη σύγκρουση της αγάπης με το μίσος, της αποδοχής με την απόρριψη, του δώρου με την άρνηση, το Σύμβολο της Πίστεως μας αποκαλύπτει τη χριστιανική αντίληψη, ή καλύτερα, τη χριστιανική συναίσθηση, τη χριστιανική εμπειρία του κακού. Και μ' αυτό αποκαλύπτει επίσης τη συναίσθηση και την εμπειρία του για τη νίκη του Χριστού επί του κακού, για το θρίαμβο Του επί του θανάτου.


Γιατί απορρίφτηκε ο Χριστός; Ποια είναι η αιτία αυτού του βαθμιαία αυξανόμενου μίσους, το οποίο βρίσκει την υπέρτατη και αιώνια έκφραση του στην τρομαχτική κραυγή του πλήθους: «σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν» (Ιωάν. 19:0); Δεν είναι αλήθεια πως από την πρώτη στιγμή της φανερώσεως του Χριστού στους ανθρώπους όλο το έργο Του, όλο Του το κήρυγμα δεν είναι παρά μια συνεχόμενη ενσάρκωση της αγάπης, του αγαθού της συμπάθειας και του ελέους; Ο Χριστός λέει για τον εαυτό Του χρησιμοποιώντας τα λόγια ενός από τους αρχαίους προφήτες: «Πνεύμα Κυρίου επ' εμέ, ου είνεκεν έχρισε με, ευαγγελίσασθαι πτωχοίς απέσταλκέ με, ιάσασθαι τους συντετριμμένους την καρδίαν, κηρύξαι αιχμαλώτοις άφεσιν και τυφλοίς ανάβλεψιν, αποστείλαι τεθραυσμένους εν αφέσει...» (Λουκ. 4: 18-19, δες και Ησ. 01: 1,2). Καθώς ο Χριστός διέρχεται μέσα από πόλεις και χωριά, Τον ακολουθούν πλήθη ανθρώπων που Του πηγαίνουν τους αρρώστους και τους πάσχοντες, Τον ακούουν, περιβάλλοντας Τον με μια φαινομενική αγάπη και αφοσίωση.


Που χάθηκε έπειτα, αυτό το πλήθος, όταν ο Χριστός στεκόταν ενώπιον του αρχιερέως και κατόπιν μπροστά στον Πιλάτο, όταν οι Ρωμαίοι στρατιώτες Τον χτυπούσαν και Τον περιέπαιζαν, όταν διαπέρασαν τα χέρια και τα πόδια Του με καρφιά σταυρώνοντας Τον; Ή μήπως είναι στην πραγματικότητα αυτό το ίδιο πλήθος, ο ίδιος αυτός λαός; Όμως αν αληθεύει κάτι τέτοιο, τότε πως μεταστράφηκε η αγάπη τους σε μίσος, πως η αφοσίωση τους μεταστράφηκε σε απόρριψη; Γιατί ακόμα και ο Πιλάτος λέει: «εγώ γαρ ουχ ευρίσκω εν αυτώ αιτίαν» (Ίωάν. 19:0). Και ο κακούργος που σταυρώθηκε δίπλα στον Ιησού λέει: «ούτος δε ουδέν ατόπου έπραξεν» (Λουκ. 23:41). Ωστόσο όλοι είναι αδύναμοι μπροστά στην τρομαχτική πίεση μίσους, στη βιασύνη να εξαφανιστεί αυτός ο άνθρωπος από προσώπου της γης, στην επιθυμία να Τον δολοφονήσουν.


Η εξήγηση που δίνεται στην Ευαγγελική αφήγηση είναι απλή αν είμαστε σε θέση να την ακούσουμε προσεχτικά, να την σκεφτούμε, να εξοικειωθούμε μ' αυτήν: απορρίπτουν τον Χριστό, μισούν τον Χριστό, σταυρώνουν τον Χριστό, όχι εξαιτίας κάποιου πράγματος, ούτε εξαιτίας αυτών των κατασκευασμένων κατηγοριών για τις οποίες ψευδώς και συκοφαντικός Τον κατήγγειλαν στον Πιλάτο. Ο ίδιος ο Πιλάτος απορρίπτει αυτά τα ψέματα και τις συκοφαντίες ακόμα και τότε που καταδικάζει τον Χριστό σε έναν ταπεινωτικό και φοβερό θάνατο. Όχι, δεν πρόκειται για κάποια παρανόηση, δεν πρόκειται για κάποιου είδους σύμπτωση. Ο Χριστός σταυρώνεται εξαιτίας της αγαθότητός Του, της αγάπης Του, του εκτυφλωτικού φωτός που αναβλύζει απ' Αυτόν και το οποίο αποτελεί κάτι που οι άνθρωποι δεν μπορούν να το αντέξουν. Δεν μπορούν να το βαστάξουν, γιατί ξεσκεπάζει το κακό που ζουν μέσα τους και το οποίο το απέκρυπταν ακόμη και από τον εαυτό τους.


Αυτός είναι ο τρόμος του πεπτωκότος κόσμου, πως το κακό δηλ. όχι μόνο κυριαρχεί, αλλά και προβάλλεται ως κάτι αγαθό που κρύβεται πάντοτε πίσω από την προσωπίδα του αγαθού. Το κακό εγγυάται την επικυριαρχία του στον κόσμο αυτοπροβαλλόμενο ως αγαθό! Τώρα, και στις μέρες μας επίσης, άνθρωποι σκλαβώνονται, δολοφονούνται, εξαπατώνται, εμπαίζονται, συκοφαντώνται και καταστρέφονται πάντοτε εν ονόματι του καλού, της ελευθερίας και της φροντίδας για την ανθρωπότητα. Κάθε κακό διακηρύσσει πάντοτε ένα μόνο μήνυμα: «Είμαι αγαθό!». Και όχι μόνο το διακηρύσσει, αλλά και απαιτεί να κραυγάζουν οι άνθρωποι ακούραστα σε απάντηση: «Είσαι αγαθό, είσαι ελευθερία, είσαι ευτυχία».


Το κακό δεν θα μπορούσε να επιτύχει καμία απολύτως νίκη, δεν θα μπορούσε να έχει καμιά απολύτως δύναμη σ' αυτό τον κόσμο αν φανερωνόταν ανοιχτά ως κακό. Το κακό θα θριαμβεύσει δια της απάτης, προσποιούμενο το αγαθό. Και αύτη η εξαπάτηση επιτρέπει στον άνθρωπο να δικαιολογήσει το μίσος, το φόνο, τη σκλαβιά, τα ψέματα, τον παραλογισμό. Ακριβώς αυτή την απάτη ξεσκεπάζει και κατανικά ο Χριστός. Την αποκαλύπτει και την ξεσκεπάζει όχι μόνο δια των λόγων Του, αλλά πρώτα απ' όλα δια του εαυτού Του, δια της ιδίας της επιφανείας Του, δια της παρουσίας Του. Ο Χριστός αποκαλύπτεται ως μάρτυρας και κάθε εγκληματίας γνωρίζει πως η πρώτη του δουλειά είναι να εξοντώσει κάθε μάρτυρα του εγκλήματος, να προστατεύσει την ιδιότητα του κακού να εμφανίζεται ως αγαθό. «Εγένοντο δε φίλοι ... ο τε Ηρώδης και ο Πιλάτος εν αυτή τη ήμερα» - της καταδίκης και της δολοφονίας – «μετ' αλλήλων» (Λουκ. 23:12). Αυτή η σύντομη παρατήρηση του Ευαγγελιστού περιέχει όλη την τρομερή αλήθεια για το κακό.


Ναι, τα πλήθη ακολουθούσαν τον Χριστό όσο Αυτός προσέφερε, θεράπευε και ενεργούσε θαύματα. Τα ίδια ακριβώς πλήθη ήταν που Τον παραμέρισαν και που κραύγαζαν «σταύρωσον αυτόν!». Γνώριζαν, με όλη την τρομερή διαίσθηση του κακού, πως έμεναν εκτεθειμένοι μπροστά σ' αυτόν τον τέλειο άνθρωπο, σ' αυτή την τέλεια αγάπη. Γνώριζαν πως μέσω της αγάπης Του, της τελειότητος Του, ο Χριστός απαιτούσε απ' αυτούς μια ζωή που δεν σκόπευαν να ζήσουν - μια αγάπη, μια αλήθεια, μια τελειότητα που δεν μπορούσαν να αντέξουν. Και αυτός ο μάρτυρας έπρεπε να σιωπήσει, να εξοντωθεί.


Μόνο εδώ - και αυτό είναι ολόκληρο το νόημα, όλο το βάθος του σταυρού και του πάθους – σ' αυτόν το φαινομενικό θρίαμβο του κακού, είναι που στην πραγματικότητα θριαμβεύει το αγαθό. Γιατί η νίκη του αγαθού ξεκινά από εδώ ακριβώς, με το ξεσκέπασμα του κακού ως πραγματικά κακού. Ο αρχιερέας γνωρίζει πως ψεύδεται. Ο Πιλάτος γνωρίζει πως καταδικάζει σε θάνατο έναν άνθρωπο που είναι απόλυτα αθώος. Και ώρα με την ώρα, βήμα-βήμα, μέσα στον φοβερό αυτό θρίαμβο του κακού αρχίζει να λάμπει το φως της νίκης ολοένα και πιο λαμπερά. Η νίκη μπορεί να διαφανεί στη μετάνοια του σταυρωμένου εγκληματία, στα λόγια του κεντυρίωνα που εκτελούσε τη σταύρωση: «αληθώς θεού υιός ην ούτος» (Ματθ. 27:54). Ο άνθρωπος που πέθανε πάνω στο σταυρό ολοκλήρωσε τη μαρτυρία Του. Και μέσω αυτής, από μέσα, - όχι ακόμα εξωτερικά - το κακό καταστράφηκε, αποκαλύφθηκε και αποκαλύπτεται συνέχεια ως κακό. Επαναλαμβάνω, ο σταυρός αρχίζει τη νίκη, η οποία εκπληρώνεται με το θάνατο και την ανάσταση του Εσταυρωμένου.

...και παθόντα...


Ο Χριστός «έπαθε...» λέει το Σύμβολο της Πίστεως. Γιατί γίνεται αυτή η επανάληψη, αφού σίγουρα η λέξη «σταυρωθέντα» μπορεί να εννοηθεί ότι συμπεριλαμβάνει το μαρτύριο; Η απάντηση σ' αυτό το ερώτημα χρειάζεται να δοθεί κατά τον ακόλουθο τρόπο: λέγοντας «σταυρωθέντα» μιλάμε κυρίως για εκείνους που σταύρωσαν τον Χριστό, μιλάμε για το κακό, για τον ορατό θρίαμβο και τη νίκη του κακού που εκφράστηκε δια της σταυρώσεως, και αποκαλύπτοντας την πραγματική φύση του κακού, η σταύρωση του Χριστού αφαιρεί όλες τις μάσκες του και αρχίζει να απεργάζεται την καταστροφή του. Όμως όταν λέμε «και παθόντα» μιλάμε για τον Χριστό, εστιάζουμε την εσωτερική μας, πνευματική όραση στον Εσταυρωμένο και όχι στους σταυρωτές. Αν ο Χριστός δεν υπέφερε πάνω στο σταυρό - καθώς δίδασκαν ορισμένοι ψευδοδιδάσκαλοι που καταδικάστηκαν από την Εκκλησία - αν δεν υφίστατο σωματικό και ψυχικό πάθος, τότε ολόκληρη η πίστη μας στον Χριστό ως Σωτήρα του κόσμου θα ήταν απόλυτα διαφορετική. Αυτό συμβαίνει γιατί θα αφαιρούσαμε από την πίστη μας αυτό που είναι το πιο σημαντικό: πίστη στη σωτήρια φύση αυτού του ίδιου του εκουσίου πάθους, δια του οποίου ο Χριστός παραδίδεται στον πιο φοβερό, στον πιο ακατανόητο, στον πιο αναπόδραστο νόμο «αυτού του κόσμου», το νόμο του πόνου.


Δεν λείπουν τα στοιχεία για να αποδείξουμε ότι ο κόσμος είναι γεμάτος από πόνο. Είναι γεμάτος από τον σωματικό και τον ψυχικό πόνο, δηλ. είναι γεμάτος από πάθος και μαρτύριο. Είναι γεμάτος από το φόβο του πόνου, ο οποίος είναι συχνά δυνατότερος από το φόβο του θανάτου, αφού ο άνθρωπος θα αυτοκτονήσει και θα αποκηρύξει τη ζωή με σκοπό να απελευθερωθεί από τον πόνο και να δώσει ένα τέρμα στο μαρτύριο του. Και όμως, είναι πασιφανές πως αυτόν τον περιέχοντα τα πάντα παγκόσμιο νόμο του πόνου, ο άνθρωπος αρνείται να τον αποδεχτεί. Όλες οι θρησκείες, όλες οι φιλοσοφίες, όλες οι ιδεολογίες - εν συντομία, όλες οι «συνταγές» που προτάθηκαν στην ανθρωπότητα εδώ και χιλιάδες χρόνια - έχουν όλες ανεξαιρέτως υποσχεθεί την απελευθέρωση από τον πόνο, έχουν υποσχεθεί να τερματίσουν τον πόνο.


Οι διαφορές ανάμεσα στον «ατομικισμό» και στη «συλλογικότητα», ανάμεσα στη θρησκεία και στην αθεΐα, ανάμεσα στο συντηρητισμό και στο ριζοσπαστισμό και ούτω καθεξής, χάνονται μπροστά σ' αυτή την κοινή ελπίδα. Και το γεγονός πως οι άνθρωποι αποδέχονται αυτή την ελπίδα, πως την πιστεύουν, πως κατά μία έννοια η ίδια η ζωή τους εξαρτάται απ' αυτήν, αποδεικνύει πως υπάρχει μέσα στον άνθρωπο μια ακατάλυτη συναίσθηση, συνειδητή ή όχι, πως ο πόνος είναι κάτι που δεν θα έπρεπε να υφίσταται. Αν αποκαλούμε «φυσικά» αυτά τα πράγματα που συμβαίνουν τακτικά, που συμβαίνουν σε κάθε τόπο και χρόνο, τότε δεν υπάρχει τίποτε πιο φυσικό από τον πόνο. Ωστόσο ακριβώς αυτή τη «φυσικότητα» ο άνθρωπος την αισθάνεται διαχρονικά ως αφύσικη.


Έτσι, πρέπει να λεχθεί όσο πιο δυνατά γίνεται, πως μόνο ο χριστιανισμός δεν υπόσχεται απελευθέρωση από τον πόνο. «Εν τω κόσμω θλίψιν έξετε» λέει ο Χριστός (Ιωάν. 16:33), μολονότι ολόκληρο το έργο Του αφιερώθηκε αποκλειστικά στην ανακούφιση του πόνου. Ωστόσο, λέγοντας μας να μιμηθούμε το παράδειγμα Του, ο Χριστός δεν είπε ούτε μία φορά πως ήλθε να απελευθερώσει τον κόσμο από τον πόνο, πως ήλθε για να θέσει πια τέλος σ' αυτόν, πως ήλθε να τον καταργήσει. Ο Χριστός «αναβαίνει εις Ιεροσόλυμα» εκούσια, ελεύθερα, με επίγνωση αυτών που Τον προσμένουν, πηγαίνει προς το μαρτύριο και ελεύθερα το αποδέχεται. Και αν Τον ακολουθήσουμε και πολιτευθούμε στο δρόμο των εντολών Του ακόμα και στο ελάχιστο, τότε προλέγει και για μας επίσης πόνο. Γιατί; Ποιο είναι το νόημα αυτής της φαινομενικής αντιφάσεως; Είναι τούτο: αν ο Χριστός συνεχώς υπέφερε στην επίγεια ζωή Του, συμπαθώντας και θεραπεύοντας και βοηθώντας, τότε αυτό συμβαίνει προφανώς γιατί Αυτός, όπως όλοι οι άνθρωποι, δεν αποδέχτηκε τον πόνο σαν κάτι φυσικό και όταν τον συνάντησε, όπως και κάθε άνθρωπος, «ενεβριμήσατο τω πνεύματι» (Ιωάν. 11:33). Όχι, ο θεός δεν δημιούργησε τον άνθρωπο για να πάσχει και να βασανίζεται, αλλά για να χαίρεται και να γεμίζει από ζωή.


Για τον Χριστό κάθε είδος πόνου είναι μια νίκη του κακού και του ανθρωποκτόνου, πάνω στον κόσμο που ο θεός δημιούργησε. Αυτό που μας τρομάζει στο κακό είναι το ότι έχει μεταβάλει τον πόνο σε κάτι εντελώς φυσικό, που μαζί με το θάνατο έχει γίνει ο μοναδικός και απόλυτος νόμος του κόσμου και της ζωής. Έτσι, δεν υπάρχει κάποια αλάνθαστη «συνταγή» κατά του πόνου, συμπεριλαμβανομένου ακόμα και του θαύματος της θεραπείας και της αναστάσεως των νεκρών, που να μπορεί να ελευθερώσει τον κόσμο και τη ζωή από τον πόνο. Αντιθέτως, ίσως αυτά και μόνο τονίζουν την παντοδυναμία και το αναπόφευκτο του πόνου, υπογραμμίζοντας όλη την τρομαχτική «φυσικότητα» εκείνου που είναι αφύσικο. Εκείνος που θεραπεύεται θα ξαναγίνει και πάλι άρρωστος και θα πεθάνει, ο παρηγορημένος και ευτυχισμένος θα ξαναγνωρίσει πάλι τη θλίψη και τον πόνο στη ζωή, το θρίαμβο του κακού, τη διάλυση και το μαρτύριο που περιβάλλουν τη ζωή. «Εν τω κόσμω θλίψιν έξετε...». Μόνο αφού το καταλάβουμε αυτό θα μπορέσουμε να αντιληφθούμε - και μόνον δια της πνευματικής ακοής - την απάντηση που ο Χριστός δίνει, την απάντηση που ο χριστιανισμός δίνει, στον πόνο. Και η απάντηση είναι αυτή: όχι στην κατάργηση του πόνου, η όποια είναι αδύνατη στον πεπτωκότα κόσμο που ζούμε, αλλά ναι στη μεταμόρφωση του ίδιου του πόνου σε νίκη.


Αυτή τη μεταμόρφωση πραγματοποιεί ο Χριστός όταν αποδέχεται ο ίδιος το μαρτύριο, όταν εκούσια παραδίδεται σ' αυτό. Θα ήμασταν ανίκανοι ακόμα και να ακούσουμε τα λόγια «μεταμόρφωση του πόνου σε νίκη» ή θα στερούνταν οποιουδήποτε νοήματος, οποιασδήποτε παρηγοριάς για μας, αν δεν διέσωζε η καρδιά μας, η πνευματική μας μνήμη, την εικόνα του πάσχοντος Χριστού. Τι μας λέει αυτή η μνήμη; Πως ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, η λάμψη και το φως του Θεού στη γη, ανέλαβε τον πόνο μας σε όλη του την πληρότητα και την τρομαχτική έκταση. Μαζί μας, ως ένας από μας, ωστόσο όμως σε υπερανθρώπινο βάθος, «ήρξατο εκθαμβείσθαι και αδημονείν» (Μαρκ. 14:33). Έτσι, συμπάσχοντας ο ί διος μαζί μας, μας δίνει τη δυνατότητα να μεταμορφώσουμε τον πόνο μας συμπάσχοντας κι εμείς μαζί Του και συνεπώς να τον μεταβάλλουμε σε πνευματική προσπάθεια, σε πνευματικό πόλεμο, σε πνευματική νίκη.


Ο πόνος, ως ο υπέρτατος θρίαμβος του ανόητου και του παράλογου, γεμίζει από Χριστό δια της πίστεως, της αγάπης, της ελπίδας σ' Αυτόν και αποκτά έτσι νόημα. Ο πόνος ως αποσύνθεση της ζωής μεταμορφώνεται από τον Χριστό σε δυνατότητα αναγεννήσεως στην αυθεντική πνευματική ζωή. Λέω «δυνατότητα» γιατί δεν υπάρχει τίποτα μαγικό στο πάθος του Χριστού. Και μιλώντας ανθρώπινα δεν υπάρχει τίποτα πιο δ ύσκολο, δεν υπάρχει προσπάθεια πιο σκληρή και πέρα από τις δυνάμεις μας, από τη μεταμόρφωση αυτής της δυνατότητας σε πραγματικότητα.


Εκφραζόμενοι πάλι ανθρώπινα, συνεχίζουμε να επιθυμούμε από τον θεό, από τον Χριστό, να τερματίσει τα βάσανα μας και όχι να τα μεταμορφώσει, θέλουμε απ' Αυτόν, ό,τι τα πλήθη ήθελαν όταν προσέβλεπαν στον Χριστό μόνο ως θεραπευτή, ως εκείνον που θα μπορούσε να καταργήσει τον πόνο. Όμως ο Χριστός δεν κατήργησε τον πόνο: ούτε για τον εαυτό Του, ούτε και για μας. Ο Χριστός μας έκρινε άξιους για κάτι απροσμέτρητα μεγαλύτερο: να συμμετάσχουμε στο πάθος Του αποδεχόμενοι τον πόνο και μέσα απ' αυτή την αποδοχή να δούμε την ανατροπή της καταστροφικής του δύναμης, να δούμε την είσοδο στην πίστη, στην ελπίδα και στην αγάπη, ως νίκη του Πνεύματος, ως είσοδο στην Βασιλεία του θεού. «Η δύναμις» του θεού «εν ασθένεια τελειούται» (δες Β ' Κορινθ. 12:9). Αν παρατηρήσουμε τον εαυτό μας προσεχτικά θα πειστούμε πως αν στον κόσμο υπάρχουν αυθεντικές πνευματικές νίκες, νίκες πίστεως, ελπίδας, αγάπης, νίκες του λαού του θεού, τότε όλες ανεξαιρέτως είναι νίκες του ιδίου του Κυριακού πάθους και της συμμετοχής μας σ' αυτό το πάθος του Χριστού. Όλα αυτά, ειπωμένα με ασθενείς και φτωχούς ανθρώπινους όρους, ακτινοβολούν και λάμπουν αιώνια σε μία λέξη του Συμβόλου της Πίστεως: και παθόντα.

...και ταφέντα...


Ευθύς μόλις ομολογήσουμε πως ο Χριστός εσταυρώθη και έπαθε, βεβαιώνουμε δια του Συμβόλου της Πίστεως πως ετάφη επίσης. Πάλι ενστικτωδώς αναρωτιόμαστε: γιατί χρησιμοποιείται αυτή η λέξη και όχι η λέξη «πέθανε»; Η ταφή προφανώς συμπεριλαμβάνει και προϋποθέτει το θάνατο, ωστόσο ακόμη κι έτσι δεν είναι τυχαίο που η Εκκλησία δεν μνημονεύει το θάνατο του Χριστού, αλλά την ταφή Του, απαριθμώντας εκείνα τα γεγονότα της ζωής Του δια των οποίων πιστεύει πως η σωτηρία του ανθρώπου και του κ όσμου εκπληρώθηκε μια για πάντα. Συνεπώς, απαντώντας σ' αυτό το ερώτημα σχετικά με το «ετάφη» θίγουμε κάτι που είναι υπέρτατης σημασίας, κάτι που βρίσκεται στην καρδιά της χριστιανικής πίστεως.


Μπορούμε να το θέσουμε έτσι: ο θάνατος συνδέεται ακόμα με την επίγεια και ορατή ζωή μας, είναι το κεντρικό σημείο του τέλους και της ολοκλήρωσης της. Ο θάνατος ως βιολογικό φαινόμενο είναι ένα αυταπόδεικτο γεγονός, το οποίο είναι απλά τόσο αδιαμφισβήτητο για εκείνους που πιστεύουν σ' αυτό που ο κόσμος αποκαλεί «μετά θάνατον ζωή», όσο και για εκείνους που δεν πιστεύουν. Όμως η ταφή δεν άφορα την ίδια τη στιγμή του θανάτου, αλλά αυτό που την ακολουθεί ? αφορά στο πως αυτοί που εκτελούν την ταφή σχετίζονται με το θάνατο, τι σκέπτονται και τι πιστεύουν γι' αυτόν. Για μερικούς πρόκειται για μια τελετή αιώνιου αποχωρισμού, για την αναγνώριση της οριστικότητας του θανάτου ως απολύτου τέλους, για την επιστροφή του ανθρώπου στην ανυπαρξία από την οποία, για κάποιο λόγο, προήλθε αρχικά και στην οποία αμετάκλητα επιστρέφει. Αυτός ο χωρισμός μπ ορεί να διευθετηθεί με περισσότερη ή λιγότερη επισημότητα, ή να στολισθεί με λόγους και λουλούδια, όμως αυτό δεν ελαττώνει καθόλου το αίσθημα της απελπισίας και της ανοησίας που διαποτίζει τις επικήδειες επισημότητες: ένας άνθρωπος έζησε και πέθανε. Το τέλος.


Για κάποιους άλλους η ταφή εκφράζει την πίστη στη συνέχιση της ζωής πέραν του τάφου: στις αρχαίες ειδωλολατρικές λατρείες, για παράδειγμα, τοποθετούνταν τροφή και όπλα μέσα στο φέρετρο μαζί με το νεκρό και μερικές φορές θανατωνόταν η γυναίκα του για να συντροφεύσει το σύζυγο της στη μεταθανάτια ζωή. Αυτό το είδος ταφής η ανθρωπότητα το ξεσκέπασε εδώ και πολύ καιρό ως παιδική αφέλεια, ως πρόληψη. Όμως με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, η ταφή παραμένει πάντοτε η επιβεβαίωση μιας συγκεκριμένης αντιλήψεως του θανάτου. Γι' αυτό το λόγο η Εκκλησία, στο Σύμβολο της Πίστεως της, δεν μιλά για το θάνατο του Χριστού αλλά για την ταφή Του. Επιπλέον, κάθε χρόνο, την παραμονή του Πάσχα, την ημέρα του Μεγάλου και Αγίου Σαββάτου, η Εκκλησία κατά μία έννοια αναπαριστά αυτή την ταφή, φανερώνοντας και αποκαλύπτοντας έτσι αυτό που πραγματοποιήθηκε με το θάνατο Του, όταν ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός του θεού, δέχτηκε το θάνατο και κατέβηκε σ' αυτόν.


Μετά το σκοτάδι της Μεγάλης Παρασκευής, της ημέρας της σταυρώσεως και του θανάτου, της ημέρας που αποκαλύπτει όλες τις δυνάμεις του κακού να επιτίθενται στον Χριστό, εισερχόμαστε στο Μέγα Σάββατο. Μέσα στην εκκλησία, στο κέντρο της, δεσπόζει αυτό που αποκαλείται επιτάφιος · ένα ξύλινο κουβούκλιο πάνω στο οποίο τοποθετείται ένα σάβανο που απεικονίζει το νεκρό Χριστό. Όποιος έχει την εμπειρία αυτής της ημέρας μαζί με άλλους πιστούς, μιας ημέρας μοναδικής για το βάθος της, για το φως της, για την απόλυτη μοναξιά της, γνωρίζει, όχι απλά με το λογικό του αλλά με ολόκληρη την ύπαρξη του, πως απ' αυτόν τον τάφο, ο οποίος όπως κάθε τάφος μαρτυρεί για το θρίαμβο και το αναπόφευκτο του θανάτου, αρχίζει να λάμπει ένα είδος ορατού, σχεδόν απτού φωτός, έτσι ώστε να μεταμορφώνεται ο τάφος σε ζωοδότη τάφο, όπως ψάλλει η Εκκλησία. Ναι, φαίνεται σαν να έχει θριαμβεύσει ο θάνατος σ' αυτό το ακίνητο σώμα, σ' αυτόν το νεκρό άνθρωπο. Όλα τελείωσαν, τα πάντα έσβησαν. Όμως το νόημα, το βάθος, η ασύγκριτη ομορφιά αυτής της ακολουθίας έγκειται στο ότι ενώ λαμβάνει χώρα μπροστά από τον τάφο, πρόσωπο με πρόσωπο με το θάνατο, μελετά και αποκαλύπτει την χωρίς προηγούμενο καινότητα του μοναδικού θανάτου αυτού του μοναδικού ανθρώπου. «Η ζωή πως θνήσκεις; πως και τάφω οικείς;».


Αυτό το ερώτημα απευθύνουμε στον Χριστό καθώς βρίσκεται στο μνήμα. Και σταδιακά δίνεται και η απάντηση. Μέσω των εξαιρετικών ύμνων που ψάλλονται αυτή τη μέρα είναι σαν να απαντά ο Χριστός στο θρήνο, στην ταραχή, στην απόγνωση της Μητέρας Του, όλου του κόσμου και σύμπασας της δημιουργίας. «Μητέρα, δεν καταλαβαίνεις, δεν καταλαβαίνετε όλοι σας πως είχα δύο φίλους στη γη, τον Αδάμ και την Εύα. Και όταν ήλθα στη γη που τους χάρισα, αναζητώντας τους, δεν τους βρήκα. Και αφού τους αγαπούσα, κατέβηκα εκεί που αυτοί βρίσκονταν, στο σκοτάδι, στον τρόμο και στην απελπισία του θανάτου». Ναι, αλλά αυτά εκφράζονται, όλα αυτά λέγονται, όλα αυτά ψάλλονται με μια παιδιάστικη γλώσσα, με εικόνες και με σύμβολα όπως σε ένα βιβλίο διηγήματος. Όμως πως αλλιώς θα μπορούσε η θαυμαστή καινότητα αυτού που πραγματοποιείται να αποκαλυφθεί και να φανερωθεί; Αυτός τον οποίο το Ευαγγέλιο ονομάζει Ζωή - γιατί «εν αυτώ ζωή ην, και η ζωή ην το φως των ανθρώπων» (Ιωάν. 1:4) - Αυτός που είναι η ίδια η ζωή κατεβαίνει στο θάνατο από αγάπη και συμπόνοια, κατεβαίνει στο θάνατο που δεν δημιούργησε, στο θάνατο που πλημμύρισε τον κόσμο και δηλητηρίασε τη ζωή. Ο θάνατος στραγγαλίζει την ανάσα της ζωής, όμως εδώ, στο θάνατο του Χριστού, στραγγαλίζεται ο ίδιος από τη Ζωή. Στο σκότος και στη σκιά του θανάτου, στη μοναξιά και στον τρόμο του θανάτου αρχίζει να λάμπει ένα φως, ψάλλει η Εκκλησία.


Στην ακολουθία του Όρθρου του Μεγ. Σαββάτου, ενώ επικρατεί ακόμη απόλυτο σκοτάδι, περιφέρουμε τον επιτάφιο γύρω από τον αυλόγυρο της εκκλησίας. Και αυτό που ακούγεται δεν είναι πια ένας επικήδειος θρήνος αλλά ένας θριαμβικός ύμνος: «Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος!». Ο Χριστός προελαύνει στο Βασίλειο του θανάτου αναγγέλλοντας στους δεσμώτες του πως η βασιλεία τους έληξε. Από τώρα και στο εξής κάθε θάνατος, όσο τρομερός, θλιβερός και φοβερός κι αν είναι έχει ανατραπεί εκ των έσω, γιατί ο Χριστός τον αποδέχτηκε, τον υπέμεινε και τον κατανίκησε εν Εαυτώ. «Κατεπόθη ο θάνατος εις νίκος» (Α' Κορινθ. 15:54), αναφωνεί ο απόστολος Παύλος. Και τώρα, όταν στεκόμαστε στο μνήμα κάποιου που πέθανε, ψάλλουμε για τη μεταμόρφωση, «Αλληλούια!».


« Και ετάφη...». Αυτό σημαίνει πως ο Χριστός αποδέχτηκε το θάνατο ως δικό Του πεπρωμένο και τον γέμισε με αγάπη και συνεπώς με ζωή, με πίστη και συνεπώς με ζωή, με ελπίδα και συνεπώς με ζωή. «Πού σου, θάνατε, το κέντρον; πού σου, Άδη, το νίκος;» (Α' Κορινθ. 15:55).
Ο θάνατος μας περιμένει όλους, μας. Όμως μ' αυτή τη φράση «και ετάφη» η Εκκλησία βεβαιώνει πως με το θάνατο συναντούμε τον Χριστό και πως Αυτός έχει μεταμορφώσει το θάνατο μας σε μια συνάντηση μαζί Του στο κατώφλι της αναστάσεως.

...Και αναστάντα τη τρίτη ημέρα, κατά τας Γραφάς...


Μετά το Σταυρό, μετά την κάθοδο στον Άδη, έρχεται η ανάσταση. Αυτή είναι η πιο βασική, η πιο ουσιαστική, η πιο αποφασιστική βεβαιότητα του Συμβόλου της Πίστεως, η επιβεβαίωση αυτού που αποτελεί τον πυρήνα του χριστιανισμού. Πραγματικά, «ει δε Χριστός ουκ εγήγερται…κενή δε και η πίστις υμών» (Α'. Κορινθ. 15:14). Αυτά είναι τα λόγια του αποστόλου Παύλου και μέχρι σήμερα παραμένουν βασικά για το χριστιανισμό. Χριστιανισμός πάνω απ' όλα είναι η πίστη πως ο Χριστός δεν παρέμεινε στο μνήμα, πως το φως της ζωής ξεπήδησε μέσα από το θάνατο και πως με την ανάσταση του Χριστού ο απόλυτος, ο περιβάλλων τα πάντα και ασυμβίβαστος νόμος της θνητότητας και του θανάτου έχει διαρρηχθεί και ανατραπεί έσωθεν.


Η ανάσταση του Χριστού αποτελεί την καρδιά της χριστιανικής πίστεως, των χριστιανικών «καλών αγγελμάτων». Και όμως, στην καθημερινή ζωή του σύγχρονου χριστιανισμού και των ίδιων των χριστιανών πολύ λίγο χώρο καταλαμβάνει η πίστη στην ανάσταση, όσο κι αν αυτό μπορεί να ηχεί παράξενα. Αυτή η πίστη έχει σκιαστεί, έτσι ώστε ο σύγχρονος χριστιανός, χωρίς να έχει συνείδηση πως κάτι τέτοιο συμβαίνει και χωρίς να αρνείται την ανάσταση, καταφέρνει κάπως να την αποφεύγει, έχει πάψει να ζει αναστημένα όπως οι πρώτοι χριστιανοί. Ναι, αν πηγαίνει στην εκκλησία ακούει φυσικά τη θριαμβευτική χαρμόσυνη βεβαιότητα να αντηχεί στη χριστιανική λατρεία: «θανάτω θάνατον πατήσας», «κατεπόθη ο θάνατος εις νίκος», «ζωή πολιτεύεται» και «νεκρός ουδείς επί μνήματος». Όμως αν τον ρωτήσεις τι πραγματικά πιστεύει για το θάνατο συχνά - αλίμονο, πολύ συχνά - θα ακούσεις κάποια ασαφή, προχριστιανική ιδέα περί αθανασίας της ψυχής και της ζωής σε κάποιο είδος κόσμου πέραν του τάφου. Και αυτό στην καλύτερη περίπτωση...


Στη χειρότερη, υπάρχει απλά σύγχυση και άγνοια: «Ξέρεις, ποτέ δεν σκέφτηκα στ' αλήθεια κάτι τέτοιο». Ωστόσο, το να «σκέφτεσαι» περί αυτού είναι απόλυτα ουσιαστικό, αφού όλος ο χριστιανισμός περιστρέφεται γύρω από την πίστη ή την απιστία, όχι απλά στην «αθανασία της ψυχής», αλλά ακριβώς στην ανάσταση, στην ανάσταση του Χριστού και στη δική μας «παγκόσμια ανάσταση» κατά τον καιρό των εσχάτων. Αν ο Χριστός δεν ανέστη, τότε το Ευαγγέλιο είναι μια απάτη, η φοβερότερη απ' όλες τις απάτες · όμως αν ο Χριστός πράγματι ανέστη, τότε όλες οι προχριστιανικές ερμηνείες και οι πεποιθήσεις μας περί της «αθανασίας της ψυχής» πρέπει να αναθεωρηθούν ριζικά, ή μάλλον, πρέπει απλά να εγκαταλειφθούν. Το όλο ζήτημα περί του θανάτου θεωρείται λοιπόν κάτω από ένα ριζικά διαφορετικό φως. Γιατί η ανάσταση προϋποθέτει πρωτίστως τη συναίσθηση του θανάτου, την εμπειρία του θανάτου, η οποία είναι τόσο πολύ διάφορη από τις κοινές θρησκευτικές απόψεις και κατά μία έννοια, είναι ακριβώς η αντίθεση προς αυτές.


Για να μιλήσουμε ειλικρινά, η κλασική πίστη στην αθανασία της ψυχής αποκλείει κάθε δυνατότητα να πιστέψουμε στην ανάσταση. Αυτό συμβαίνει γιατί η ανάσταση - και εδώ βρίσκεται όλη η ουσία του ζητήματος - περιλαμβάνει όχι μόνο την ψυχή αλλά και το σώμα επίσης. Ακόμα και μια επιπόλαια ανάγνωση του Ευαγγελίου δεν αφήνει καμιά αμφιβολία περί αυτού. Σύμφωνα με την ευαγγελική αφήγηση, όταν οι Απόστολοι είδαν τον αναστημένο Χριστό νόμισαν πως αντίκριζαν ένα φάντασμα, μια οπτασία. Η πρώτη ενεργεία του αναστημένου Χριστού είχε σκοπό να τους καταστήσει ικανούς να αισθανθούν την πραγματικότητα του αναστημένου Του σώματος. Γεύεται τροφής ενώπιον τους. Αφήνει να αγγίξει το σώμα Του ο άπιστος Θωμάς, για να πεισθεί για την ανάσταση ψηλαφώντας με τα ίδια του τα χέρια. Και άπαξ και οι Απόστολοι πίστεψαν, ακριβώς αυτή η διακήρυξη της αναστάσεως, της πραγματικότητας της, της «σωματικότητάς» της, έγινε το κύριο περιεχόμενο, η δύναμη και η χαρά του κηρύγματος τους. Το κύριο μυστήριο της Εκκλησίας είναι η κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του αναστημένου Κυρίου δια του άρτου και του οίνου της Ευχαριστίας και με αυτή την πράξη «τον θάνατον Αυτού καταγγέλομεν και την Ανάστασιν Αυτού ομολογούμεν» (Λειτουργία του Μεγ. Βασιλείου, δες Α'. Κορ. 11:26).


Εκείνοι που προσέρχονται στο χριστιανισμό δεν προσέρχονται για ιδέες ή αρχές - όχι, προσέρχονται για να αποκτήσουν αυτή την πίστη στην ανάσταση, για να έχουν την εμπειρία και τη γνώση του Αναστάντος Διδασκάλου. Επιπλέον, αποδεχόμενοι αυτή την πίστη, αποδέχονται επίσης την πίστη στην παγκόσμια ανάσταση και συνεπώς αποκτούν την πίστη στην ανατροπή, καταστροφή και εκμηδένιση του θανάτου ως τελευταίου εχθρού του κόσμου. «Έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος» (Α'. Κορινθ. 15:26), πανηγυρίζει μέσα σε πνευματική έκσταση ο Απόστολος Παύλος. Και τη νύχτα της Αναστάσεως κάθε φορά αναφωνούμε: «Που σου θάνατε, το κέντρον; που σου, Άδη, το νίκος;» (κατηχητικός λόγος του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου, δες Α'. Κορινθ. 15:5). Έτσι, το να αποδεχτούμε ή να απορρίψουμε τον Χριστό και το χριστιανισμό σημαίνει ουσιαστικά πως αποδεχόμαστε ή απορρίπτουμε την πίστη στην ανάσταση Του, την πίστη πως εν Εαυτώ έχει αναιρεθεί ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα κατά το θάνατο. Είναι περιττό να μιλήσουμε για εκείνους που απορρίπτουν την ανάσταση του Χριστού, για τον απλούστατο λόγο ότι απορρίπτουν την ίδια την ύπαρξη του Θεού, με άλλα λόγια γι' αυτούς που είναι - η νομίζουν πως είναι - πεπεισμένοι άθεοι. Η συζήτηση μαζί τους γίνεται πάνω σε ένα διαφορετικό επίπεδο.


Το σπουδαιότερο απ' όλα είναι η ιδιόμορφη «σκίαση» της πίστεως στην ανάσταση μεταξύ των ίδιων των πιστών, μεταξύ χριστιανών που κατά περίεργο τρόπο καταφέρνουν να συνδυάζουν τον χαρμόσυνο Πασχάλιο εορτασμό της αναστάσεως του Χριστού με ό,τι αποτελεί στην πραγματικότητα μια απόρριψη, έστω και συχνά ασυνείδητη, της αναστάσεως του Χριστού. Μέσα στον ιστορικό χριστιανισμό, συμβαίνει μια επιστροφή στην προχριστιανική αντίληψη του θανάτου ως, πρωτίστως, κάποιου «φυσικού νόμου», δηλ. ως ενός φαινομένου εγγενούς, στη φύση, με το οποίο ο άνθρωπος θα πρέπει να συμφιλιωθεί, ασχέτως του πόσο φοβερό μπορεί να είναι αυτό. Πράγματι, όλοι οι μη χριστιανοί, όλες οι φυσικές θρησκείες, όλες οι φιλοσοφίες, μεριμνούν σε τελευταία ανάλυση για ένα μόνο πράγμα: πως θα μπορέσουν να μας συμφιλιώσουν με το θάνατο, πως θα μπορέσουν να μας δείξουν την αρχή της αιώνιας ζωής, της αθανασίας της ψυχής, σε κάποιο είδος «άλλου κόσμου» πέραν του τάφου. Αν ο θάνατος είναι η επιδίωξη για την απελευθέρωση της ψυχής από το σώμα - όπως δίδασκαν, για παράδειγμα, ο Πλάτωνας και αναρίθμητοι οπαδοί του - τότε η πίστη στην σωματική ανάσταση δεν είναι μόνο περιττή και ακατανόητη αλλά και απλά απατηλή και ψευδής.


Για να συλλάβουμε το μήνυμα της χριστιανικής πίστεως στην ανάσταση, συνεπώς, δεν πρέπει να ξεκινήσουμε με την ανάσταση μα με το σώμα και το θάνατο και με το πως τα αντιλαμβάνεται αυτά ο χριστιανισμός. Εδώ ακριβώς θα ανακαλύψουμε τη ρίζα της συγχύσεως που υπάρχει ακόμα και μέσα στους κόλπους του χριστιανισμού.

Αθανασία
Ο θρησκευτικός νους αντιλαμβάνεται την Ανάσταση του Χριστού πρώτα απ' όλα σαν ένα θαύμα, πράγμα το οποίο φυσικά και είναι. Όμως στην κοινή θρησκευτική σκέψη, αυτό το θαύμα παραμένει κάτι που ισχύει αποκλειστικά για τον Χριστό και συνεπώς, αφού αναγνωρίζουμε τον Χριστό ως Θεό, κατά μία έννοια παύει να είναι θαυμαστό: ο Θεός είναι παντοδύναμος, τα πάντα είναι δυνατά γι' Αυτόν. Και φυσικά, ό,τι κι αν σημαίνει ο θάνατος του Χριστού, η θεία Του δύναμη και εξουσία δεν θα επιτρέψει να παραμείνει Αυτός στο μνήμα. Το πρόβλημα με αυτή την άποψη είναι πως λέει μόνο το μισό απ' αυτό που αποτέλεσε εξ αρχής τη χριστιανική αντίληψη για την ανάσταση του Χριστού: Η χαρά των πρώτων χριστιανών, η χαρά που διαρκεί μέχρι και σήμερα μέσω της λατρείας της Εκκλησίας, των ύμνων και των προσευχών της και ειδικά μέσω του απαράμιλλου Πασχάλιου εορτασμού της - καμιά απ' αυτές τις εκφράσεις χαράς δεν χωρίζει την ανάσταση του Χριστού από την «παγκόσμια ανάσταση», από την ανάσταση όλων των ανθρώπων, από την ανάσταση που ήδη έχει αρχίσει δια της αναστάσεως του Χριστού.


Μια εβδομάδα πριν το Πάσχα η Εκκλησία εορτάζει την ανάσταση του φίλου του Χριστού Λαζάρου και μέσω αυτού του εορτασμού διακηρύσσει επίσημα και χαρμόσυνα πως αυτό το θαύμα «βεβαιώνει την παγκόσμια ανάσταση». Όμως τώρα, στη συνείδηση των πιστών, η πίστη στην ανάσταση του Χριστού έχει κάπως διαχωριστεί από την πίστη στην παγκόσμια ανάσταση της οποίας Αυτός υπήρξε η απαρχή. Η πίστη στην ανάσταση του Χριστού εκ των νεκρών, στην ανάσταση του σώματος Του που καλεί τον άπιστο Θωμά να το ψηλαφήσει: «φέρε τον δάκτυλόν σου ώδε και ίδε τας χείρας μου... και μη γίνου άπιστος, αλλά πιστός» (Ιωάν. 20: 27) - αυτή η πίστη έχει παραμείνει αμετάβλητη. Όσο όμως για τον έσχατο προορισμό μας μετά το θάνατο, αυτός έχει βαθμιαία πάψει να κατανοείται στο φως της αναστάσεως του Χριστού και σε σχέση μαζί της. Όταν μιλάμε για τον Χριστό λέμε πως Αναστήθηκε, όταν πρόκειται για μας όμως πρεσβεύουμε την αθανασία της ψυχής, πίστη που υπήρχε μεταξύ των Ιουδαίων και των Ελλήνων πολύ πριν την έλευση του Χριστού και η οποία μέχρι σήμερα αποτελεί κοινή πεποίθηση όλων των θρησκειών ανεξαιρέτως. Όσο κι αν αυτό ακούγεται παράξενα, μια τέτοια πίστη καθιστά απλά περιττή την πίστη στην ανάσταση του Χριστού.
Τι προκάλεσε αυτόν τον παράξενο διαχωρισμό; Η αιτία βρίσκεται στον τρόπο που εμείς αντιλαμβανόμαστε το θάνατο, ή μάλλον, στο ότι αντιλαμβανόμαστε το θάνατο ως το χωρισμό της ψυχής από το σώμα.


Όλες οι προχριστιανικές θρησκείες θεωρούν το χωρισμό της ψυχής από το σώμα όχι μόνο ως κάτι «φυσικό», αλλά ως κάτι αναμφισβήτητα θετικό, ως την απελευθέρωση της ψυχής από το σώμα το οποίο την εμποδίζει από την ουράνια, καθαρή και μακαρία πνευματικότητα της. Και όσο ως ανθρώπινα οντά βιώνουμε το σώμα ως πηγή του κακού, της ασθενείας, του πόνου και των παθών, τόσο αυτόματα καθίσταται σκοπός και νόημα της θρησκείας και της θρησκευτικής ζωής το να απελευθερώσει την ψυχή από τη «φυλακή» του σώματος, μια απελευθέρωση η οποία αγγίζει το αποκορύφωμα της με το θάνατο. Ωστόσο, πρέπει να τονισθεί όσο πιο έντονα γίνεται, πως αυτή η αντίληψη του θανάτου δεν είναι χριστιανική. Στην πραγματικότητα, είναι ασυμβίβαστη με το χριστιανισμό και αντιτίθεται άμεσα σ' αυτόν.


Ο χριστιανισμός διακηρύσσει, επιβεβαιώνει και διδάσκει πως ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα - πράγμα που αποτελεί τον ορισμό του θανάτου - είναι κακός. Αυτό είναι κάτι που ο Θεός δεν δημιούργησε. Αυτό είναι κάτι που εισήλθε στον κόσμο και τον υποδούλωσε αντιμάχοντας τον Θεό και αψηφώντας το σχέδιο και το θέλημα Του για τον κόσμο, τον άνθρωπο και τη ζωή. Αυτό ακριβώς ήλθε ο Χριστός να καταστρέψει. Όμως για να κατανοήσουμε, ή μάλλον, για να αισθανθούμε και να γευθούμε πλήρως αυτή τη χριστιανική αντίληψη του θανάτου, πρέπει πρώτα να λεχθούν λίγα τουλάχιστον λόγια γι' αυτό το θεϊκό σχέδιο, που φανερώνεται μερικώς στις Άγιες Γραφές και αποκαλύπτεται πλήρως εν Χριστώ - στη διδασκαλία, στο θάνατο και στην ανάσταση Του.


Σύντομα και πολύ απλά αυτό το σχέδιο μπορεί να περιγραφεί ως εξής: ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο με σώμα και ψυχή, ή με άλλα λόγια, τον έκανε πνευματικό και υλικό μαζί. Άνθρωπος κατά τη Γραφή είναι ακριβώς αυτή η ένωση σώματος και ψυχής. Ο άνθρωπος, όπως πλάστηκε από τον Θεό, είναι σώμα πνευματοφόρο και ενσαρκωμένο πνεύμα και επομένως κάθε χωρισμός της ψυχής από το σώμα (και όχι μόνο ο οριστικός τους χωρισμός στο θάνατο) είναι κακός, αποτελεί πνευματική καταστροφή. Να γιατί επίσης πιστεύουμε πως η σωτηρία του κόσμου είναι η ενσάρκωση του Θεού, η ένδυση Του με σάρκα, με σώμα - όχι «σα να είχε σώμα», αλ λά σώμα με την πλήρη σημασία του ορού: ένα σώμα που πεινάει, κουράζεται και υποφέρει. Έτσι, η αντίληψη του χωρισμού της ψυχής από το σώμα κατά το θάνατο θέτει τέρμα στη ζωή όπως οι Γραφές την ορίζουν, δηλ. ως σώμα πεπληρωμένο πνεύματος και πνεύμα ενσαρκωμένο. Όμως όχι, δεν εξαφανίζεται ο άνθρωπος με το θάνατο, γιατί τα κτίσματα δεν έχουν τη δύναμη να εκμηδενίσουν αυτό που ο Θεός κάλεσε στην ύπαρξη από την ανυπαρξία. Ωστόσο με το θάνατο ο άνθρωπος θάβεται μέσα στο σκοτάδι της ανυπαρξίας και της αδυναμίας, παραδίδεται στη φθορά και στην αποσύνθεση, όπως λέει ο απόστολος Παύλος (δες Ρωμ. 8:21).


Ας επαναλάβω λοιπόν κι ας τονίσω ξανά πως ο Θεός δεν δημιούργησε τον κόσμο για το χωρισμό, το θάνατο, τη διάλυση και την αποσύνθεση. Να γιατί το Ευαγγέλιο του Χριστού διακηρύσσει ότι «έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος» (Α'. Κορινθ. 15:26). Ανάσταση σημαίνει την ανάπλαση του κόσμου στην αρχική του ωραιότητα και πληρότητα, μέσα στην οποία η υλική δημιουργία διαπερνάται πλήρως από το πνεύμα και το πνεύμα είναι ενσαρκωμένο πλήρως μέσα στην κτίση του θεού. Ο κόσμος δόθηκε στον άνθρωπο για να ζήσει και συνεπώς, σύμφωνα με τη χριστιανική, ορθόδοξη διδασκαλία μας, ο θεός δεν τον καταστρέφει αλλά τον μεταμορφώνει σε «ουρανόν καινόν και γην καινήν» (Αποκ. 21:1), σε πνευματικό σώμα του ανθρώπου, σε ναό της παρουσίας και της δόξας του Θεού μέσα σε κάθε κτιστό.


«Έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος...». Αυτή η καταστροφή, αυτή η εκμηδένιση του θανάτου αρχίζει τη στιγμή ακριβώς που ο Υιός του Θεού, εξαιτίας της αιώνιας αγάπης Του για μας, κατεβαίνει ελεύθερα στον Άδη και καταυγάζει τα σκοτάδια, την απόγνωση και τον τρόμο του με το φως της αγάπης Του. Να γιατί το Πάσχα δεν ψάλλουμε μόνο «Χριστός ανέστη εκ νεκρών...», αλλά ότι επίσης «θανάτω θάνατον πατήσας».


Μόνο ο Χριστός αναστήθηκε εκ νεκρών και μ' αυτό κατέστρεψε τον δικό μας θάνατο, κατέστρεψε την κυριαρχία, την απελπισία και την οριστικότητά του. Όχι, ο Χριστός δεν μας υπόσχεται ούτε καμιά νιρβάνα ούτε κάποια αόριστη ζωή πέραν του τάφου, αλλά ένα ξέσπασμα ζωής, καινούργιο ουρανό και γη και χαρά κατά την παγκόσμια ανάσταση. «Εγερθήσονται οι νεκροί και αγαλλιάσονται οι εν τοις μνημείοις». Ανέστη Χριστός και η ζωή πολιτεύεται και βασιλεύει. Αυτό, λοιπόν, είναι το νόημα και η ατελεύτητη χαρά της κεντρικής και ουσιαστικής βεβαιότητας του Συμβόλου της Πίστεως: «και αναστάντα τη τρίτη ήμερα κατά τας Γραφάς...». «Κατά τας Γραφάς» δηλαδή, σύμφωνα με εκείνη την αντίληψη ζωής, εκείνο το σχέδιο για τον κόσμο και τον άνθρωπο, για την ψυχή και το σώμα, για το πνεύμα και την ύλη, για τη ζωή και το θάνατο που φανερώνεται στις Αγίες Γραφές.
Μέσα σ' αυτή την επιβεβαίωση της αναστάσεως περιέχεται ολόκληρη η πίστη του χριστιανισμού, όλη η αγάπη του, όλη η ελπίδα του. Και αυτό εξηγεί το «ει δε Χριστός ουκ εγήγερται,... κενή δε και η πίστις υμών» (Α'. Κορινθ. 1δ:14).

... και ανελθόντα εις τους ουρανούς και καθεζόμενον εκ δεξιών του Πατρός ...


Αμέσως μετά την ομολογία της αναστάσεως του Χριστού εκ νεκρών, το Σύμβολο της Πίστεως βεβαιώνει πως ανήλθε «εις τους ουρανούς καθεζόμενος εκ δεξιών του Πατρός». Το επόμενο ερώτημα μας λοιπόν είναι τι εκφράζουν αυτές οι λέξεις για την πίστη και τη ζωή μας, σε ποια κλήση απαντάμε όταν βεβαιώνουμε την ανάληψη του Χριστού στους ουρανούς; Σ' αυτό το σημείο πρέπει πρώτα να σταθούμε για να συλλογισθούμε τη λέξη «ουρανός», να δούμε πως ο χριστιανισμός την «νιώθει». Αυτό είναι πολύ βασικό γιατί εκείνοι που αντιτίθενται στη θρησκεία συχνά χρησιμοποιούν αυτή τη λέξη για να υποστηρίξουν πως οι χριστιανοί προσκολλώνται σε μια πρωτόγονη, προ-επιστημονική, «φυσική» αντίληψη για τον ουρανό ως τόπου μέσα στο σύμπαν, όπου ο θεός κατοικεί και έχει το θρόνο Του.


Αυτή η αρχαία πεποίθηση δεν έχει τίποτα κοινό με τη χριστιανική αντίληψη, σημασία και χρήση της λέξεως «ουρανός». Ναι, φυσικά προέρχεται από τον φυσικό συμβολισμό του διαστήματος που είναι κοινός σ' όλους τους πολιτισμούς και μ' αυτή την έννοια, μπορεί να συγκριθεί με τη χρήση που κάνουμε σε τέτοιες λέξεις όπως υψηλός και χαμηλός, ευρύς και στενός και ούτω καθ' έξης. Όταν μιλάμε για κάποιο είδος συμπεριφοράς και την χαρακτηρίζουμε ως «ανώτερη» ή «κατώτερη» είναι προφανές σε όλους μας πως δεν μιλάμε για το χώρο αλλά για την ηθική και πνευματική αξία αυτής της δεδομένης συμπεριφοράς. Παρομοίως, χαρακτηρίζοντας κάποιον ως «ευρύ» ή «στενό» σίγουρα δεν εννοούμε με κανένα τρόπο τη σωματική του εμφάνιση. Έτσι και η λέξη «ουρανός' στη γλώσσα σχεδόν όλων των λαών έχει και είχε πάντα, μαζί με τη «φυσική» της σημασία, ένα συμβολικό ή πνευματικό νόημα - ως σύμβολο του υπερβατικού, του καθαρού που κείται πέραν κάθε περιγραφής.


Ναι, μέσα στην πρωτόγονη κατανόηση που ο πρωτόγονος άνθρωπος είχε για τον κόσμο και το σύμπαν, συχνά κατανοούσε κυριολεκτικά αυτό το συμβολισμό. Η πρωτόγονη κοσμολογία διαιρούσε τον κόσμο και το σύμπαν σε τρία επίπεδα - τον ουρανό, τη γη και τον κάτω κόσμο. Απολύτως φυσικά, ο ουρανός ήταν το βασίλειο της αγιότητας, του θείου, του υπερβατικού, ενώ το κακό, το αμαρτωλό και το τρομερό κατοικούσε στον κάτω κόσμο. Επίσης για τον φυσικό κόσμο και τη φυσική εμπειρία ο ουρανός είναι «εκ φύσεως» όμορφος, πλήρης φωτός, καθαρός και προξενεί έξαρση. Όμως η χριστιανική αντίληψη για τον ουρανό δεν έχει καμιά σχέση μ' αυτή τη φυσική κοσμολογία, αφού ουρανός είναι μια εσωτερική, πνευματική πραγματικότητα. Αυτό μπορούμε να το δούμε στον απόστολο Παύλο, για παράδειγμα, που καλεί τους χριστιανούς «τα άνω φρονείτε, μη τα επί της γης» (Κολ. 3:2). Και ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει χαρούμενα: «Και τι με μέλει ν' ανεβώ εγώ στον ουρανό όταν ο ίδιος θα γενώ ουρανός». Έτσι, κάθε απόπειρα να χρησιμοποιήσουμε τη λέξη «ουρανός» ως επιχείρημα για να καταδικάσουμε τους χριστιανούς για μη επιστημονική, πρωτόγονη και ανόητη πρόληψη είναι και άστοχη και ανέντιμη.


Ενώ δεν αποτελεί κάποιο «φυσικό» τόπο, ο ουρανός ως λέξη και σύμβολο έχει αποφασιστική σημασία στο χριστιανισμό. Πρώτα απ' όλα, στην εξιστόρηση της δημιουργίας του κόσμου από τον Θεό, ο κόσμος περιγράφεται ως ουρανός και γη. «Εν αρχή», λέει ξεκινώντας η Γραφή, «εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην» (Γεν. 1:1). Για τη χριστιανική πίστη συνεπώς, ο ουρανός δεν είναι κάτι έξω από τον κόσμο, δεν αποτελεί άλλον κόσμο. Είναι κάτι εγγενές στον κόσμο, στη δημιουργία, αποτελεί την πνευματική ή κάθετη διάσταση της. Ουρανός είναι οτιδήποτε είναι μέσα στον κόσμο υπερβατικό, καθαρό, πνευματικό ? και μέσα στον άνθρωπο είναι αυτό που ο χριστιανισμός ονομάζει πνεύμα του ανθρώπου, ψυχή του. Οι υλιστές, εκείνοι που δεν πιστεύουν στον Θεό, αρνούνται την ίδια την ύπαρξη μιας πνευματικής, υπερβατικής, αγίας πνευματικότητας που είναι εγγενής στον κόσμο. Κατ' αυτούς, τα πάντα στον κόσμο ερμηνεύονται εκ των κάτω, από την ύλη, από τους καθαρά φυσικούς και απρόσωπους νόμους του κόσμου. Όμως για τον πιστό δεν είναι ούτε η γη, ούτε η ύλη, αλλά ο ουρανός που αποτελεί το μέτρο με το οποίο μετριέται η γη και αποκτά νόημα: η γη δεν μπορεί να μας δώσει το μέσο για να κατανοήσουμε τόσο τη γη όσο και τα επίγεια.


Σύμφωνα με τη χριστιανική πίστη, ο άνθρωπος είναι εκείνος που φέρνει τον ουρανό στον κόσμο. Ο άνθρωπος έχει πλαστεί «κατ' εικόνα και ομοίωση Θεού», του δόθηκε ο νους και συνεπώς η γνώση του αγαθού, του δόθηκε το πνεύμα και συνεπώς η δυνατότητα να αποκτήσει κάλλος και τελειότητα. Όμως μέσα στην ελευθερία του, ο άνθρωπος δύναται να αποσκιρτήσει από τον εσωτερικό του ουρανό. Μπορεί να επιλέξει να ζήσει μια αποκλειστικά γήινη ζωή, ή, για να μιλήσουμε μεταφορικά, μπορεί να επιλέξει, να χαμηλώσει τα μάτια του, την πνευματική του όραση, την καρδιά του και να κοιτά μόνο χαμηλά πια. Αυτό είναι που ο χριστιανισμός ονομάζει αμαρτία και πτώση. Ο χριστιανισμός πιστεύει και βεβαιώνει πως ο Χριστός ήλθε για να μας σώσει απ' αυτήν ακριβώς την αμαρτία και την πτώση, απ' αυτόν το χωρισμό μας από τον ουρανό.


Ερχόμενος ο Χριστός στον κόσμο, «γενόμενος άνθρωπος», αποκαλύπτει για άλλη μια φορά τον «ουρανό στη γη», την εικόνα της ζωής που κατευθύνεται προς τα πάνω, προς τον θεό, ή με άλλα λόγια, προς ό,τι είναι υπερβατικό, καθαρό, αγαθό, αληθινό και όμορφο - προς όλα εκείνα από τα όποια ο άνθρωπος αποσπάστηκε όταν περιόρισε τη ζωή του στη γη και στα επίγεια. Ο Χριστός διάνοιξε τους ουρανούς και μας τους πρόσφερε ? δι' Αυτού μας φανέρωσε το αρχικό νόημα της ζωής ως μιας συνεχόμενης ορμητικής κινήσεως προς τα πάνω, ως ανόδου και αναλήψεως. Ο Χριστός δεν γέμισε μόνο τη γη αλλά και - μιλώντας στη γλώσσα του πρωτόγονου συμβολισμού - τα ίδια τα καταχθόνια με τη δύναμη, την αλήθεια και τη θεία τελειότητα του ουρανού.


Ο Χριστός κατέβηκε στη γη, κατέβηκε στον Άδη. Όμως μαζί με τον Χριστό και εν Αυτώ, ο ουρανός επέστρέψε και στη ζωή και στο θάνατο, ο δρόμος καθαρίστηκε για τη νίκη πάνω σε οτιδήποτε είναι αποκλειστικά γήινο και του οποίου ο τελικός και ανέλπιδος σκοπός είναι το σκοτάδι του θανάτου. Έχοντας πραγματοποιήσει όλα αυτά, ο Χριστός «ανελήφθη στους ουρανούς». Για τη χριστιανική πίστη αυτό σημαίνει πως εν Χριστώ ο άνθρωπος ανελήφθη στους ουρανούς, πως ενώθηκε με την ουράνια αλήθεια, πως επέστρεψε στον θεό, στη γνώση του θεού και εν Αυτώ στη μοναδικά αυθεντική και συνεπώς αιώνια ζωή.


Κάθε φορά που βεβαιώνουμε στο Σύμβολο της Πίστεως πως ο Ιησούς ανελήφθη στους ουρανούς, δεν αναφερόμαστε μόνο στον Χριστό αλλά και στον εαυτό μας επίσης. Αν πιστεύουμε στον Χριστό, αν είμαστε ένα με τον Χριστό, τότε βρισκόμαστε ήδη στον ουρανό, ή τουλάχιστον η πίστη μας, το πνεύμα μας, η αγάπη μας κατευθύνονται προς τον ουρανό, προς τον Χριστό, προς τον θεό. Αναγνωρίζουμε τον ουρανό ως την αυθεντική μας ζωή και μαζί με αυτήν την αναγνώριση εισέρχονται, ως δώρα επουράνια στην επίγεια ζωή μας, το νόημα και η χαρά, γιατί εν Χριστώ, τα πάντα μεταβάλλονται σε μια ανοδική κίνηση, σε μια ανάληψη.

... και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς...


«και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς, ου της βασιλείας ουκ έσται τέλος». Οι χριστιανοί πάντοτε πίστευαν στη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Για τις πρώτες γενιές των χριστιανών, αυτή ήταν μια χαρούμενη πίστη και βίωναν το χριστιανισμό, πάνω απ' όλα, ως την προσδοκία της επιστροφής του Χριστού. Πράγματι, το τελευταίο βιβλίο της Καινής Διαθήκης που ονομάζεται Αποκάλυψη του Αγ. Ιωάννου του Θεολόγου, τελειώνει με αυτήν ακριβώς την ικεσία: «Έρχου Κύριε Ιησού" (Αποκ. 22:20).


Ο Απόστολος Παύλος στην πρώτη προς Θεσσαλονικείς επιστολή του μιλά για τη χαρά αυτής της ελεύσεως: «και ούτω πάντοτε συν Κυρίω εσόμεθα» (Α'. Θεσ. 4:17). Σταδιακά, ωστόσο, στο διάβα των αιώνων, αυτή η χαρά μεταβλήθηκε κάπως σε φόβο, φόβο για την τελική κρίση, την οποία οι χριστιανοί άρχισαν να την αποκαλούν φοβερή. Και τελικά, στα τελευταία διακόσια χρόνια, ακόμα κι αυτός ο φόβος άρχισε να εξασθενεί και έδωσε τη θέση του όχι πια στο φόβο της κρίσεως αλλά του θανάτου.


Γι' αυτό το λόγο καθίσταται πολύ αναγκαίο για τους χριστιανούς να συλλογισθούν για άλλη μια φορά πάνω στην αρχική χριστιανική πίστη, που άφορα στην επάνοδο του Χριστού και στην προοπτική που αυτή η πίστη δίνει στην επηγγελμένη από τον Χριστό κρίση. Πρέπει επίσης να στοχαστούμε πάνω στη χριστιανική εμπειρία, στη χριστιανική αντίληψη του φόβου. Και πιθανόν είναι καλύτερα να αρχίσουμε με το φόβο, γιατί η λέξη «φόβος» στις χριστιανικές Γραφές και στην παράδοση χρησιμοποιείται με δύο τρόπους, θετικά και αρνητικά. Πρώτα, η αρνητική και συνάμα αμαρτωλή έννοια του φόβου εκφράζεται με τον καλύτερο τρόπο από τον Αγ. Ιωάννη το Θεολόγο, που γράφει στην πρώτη του επιστολή: «φόβος ουκ εστίν εν τη αγάπη, αλλ' η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον... ο δε φοβούμε νος ου τετελείωται εν τη αγάπη» (Α'. Ιωάν. 4:18). Η ανθρώπινη ζωή (χρειάζεται και να το αποδείξουμε;) είναι διαποτισμένη βαθιά από το φόβο: από το φόβο του αγνώστου, της δυστυχίας, του πόνου, του θανάτου. Η ζωή είναι γεμάτη από φόβο, ο θάνατος είναι γεμάτος από φόβο, και ο άνθρωπος επιθυμεί ακριβώς την απελευθέρωση απ' αυτό το φόβο, όμως ματαίως. Δεν μπορεί να απελευθερωθεί απ' αυτόν, έτσι προσπαθεί κάπως αντί γι' αυτό να τον καταπνίξει. Προσπαθεί να βρει κάποιο μέρος να κρυφτεί για να αποφύγει να τον σκέφτεται, για να αποφύγει να μάθει οτιδήποτε γι' αυτόν.


Όμως η ουσία του χριστιανισμού έγκειται ακριβώς στο ότι ο Χριστός ήλθε για να μας ελευθερώσει απ' αυτό το φόβο, ο όποιος αγγίζει κάθε πλευρά της ανθρώπινης ζωής. Με αυτή την έννοια η ίδια η πίστη αποτελεί νίκη επί του φόβου. Γιατί πιστεύουμε πως ο Χριστός απεκάλυψε τον θεό ως αγάπη και πως δια του θανάτου Του κατανίκησε το θάνατο και δια της αναστάσεως Του μας άνοιξε δρόμο για την αιώνια ζωή, για την αιώνια χαρά. Αν πιστεύουμε στον Χριστό και αν πιστεύοντας σ' Αυτόν Τον αγαπάμε ταυτόχρονα, τότε ο φόβος δεν μπορεί να έχει θέση στην ψυχή μας: ο φόβος καταστρέφεται από το φως της πίστεως, της ελπίδας και της αγάπης. Αυτό εξηγεί τη χαρά με την οποία οι πρώτοι χριστιανοί προσδοκούσαν την επιστροφή του Χριστού και τη χαρά εκείνων των λόγων τα οποία εμείς συνεχίζουμε να επαναλαμβάνουμε, ίσως και χωρίς να τα σκεφτόμαστε: «ελθέτω η Βασιλεία Σου...».
Έτσι, για τον πιστό ο φόβος είναι αμαρτωλός, φανερώνει πως δεν υπάρχει αγάπη για τον Χριστό, πως δεν υπάρχει πίστη σ' Αυτόν. Και γι' αυτό ακριβώς μιλάει στην επιστολή του ο Αγ. Ιωάννης ο Θεολόγος.


Αυτή είναι η χριστιανική αντίληψη της λέξεως φόβος, όπως χρησιμοποιείται στην περίπτωση που όρισα ως αρνητική. Μόνο σε σχέση μ' αυτήν μπορούμε να συλλάβουμε τη δεύτερη, θετική έννοια, που εκφράζεται στα λόγια της Γραφής: «Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου» (Ψαλμ. 116:10, Παροιμ. 9:10). Αυτός είναι ένας φόβος ο οποίος, απέχοντας πολύ από το να αποβάλλεται από την πίστη, την ελπίδα και την αγάπη, υπάρχει τόσο βαθιά μέσα σ' αυτές σα να ήταν η ίδια η ουσία τους. Σε αντίθεση με την αρνητική σημασία του φόβου, αυτός ο φόβος δεν προέρχεται από άγνοια του θεού, αλλά ακριβώς από το αντίθετο, από τη γνώση Αυτού, από τη γνώση της απροσμέτρητης αγιότητας και αγάπης Του, από τη γνώση του καλέσματος Του που απευθύνεται στον καθένα μας: «Άγιοι έσεσθε ότι άγιος ειμί εγώ» (Λευϊτ. 11:44, Α'. Πετρ. 1:10), «Έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ώσπερ ο πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειος εστίν» (Ματθ. 5:48).


Η ουσία αυτού του φόβου είναι η ευλάβεια, ο θαυμασμός, ένα αίσθημα αναξιότητας του εαυτού μας. Είναι ένας φόβος που μερικές φορές, πολύ σπάνια, τον βιώνουμε ακόμη και στη ζωή μας όταν συναντάμε την ομορφιά και την τελειότητα, όταν ερχόμαστε σε επαφή με κάτι υπερβατικό, καθαρό και υπέροχο, και υπό το φως μιας τέτοιας συναντήσεως συνειδητοποιούμε αιφνιδίως την πτώση, την αμαρτωλότητα και τη μικρότητα της ζωής μας. Είναι συνεπώς ένας σωτήριος φόβος, ένας φόβος που γεννιέται από το φως και τη χαρά. Σύμφωνα με τη μαρτυρία των αγίων αυτός είναι ένας φόβος που αναπτύσσεται μέσα στην ανθρώπινη ψυχή σε άμεση αναλογία με την προσέγγιση της στον θεό. Ο μικρόψυχος, απορροφημένος από τον εαυτό του και αυτο-ικανοποιημένος άνθρωπος, που καταποντίζεται μέσα στη ματαιότητα, δεν είναι ικανός να έχει την εμπειρία ενός τέτοιου φόβου. Ο κυνισμός, η βαρβαρότητα, η υπερηφάνεια και η χυδαιότητα στέκονται στο δρόμο του ? τα πάντα σ' αυτόν τον πεπτωκότα κόσμο καταπνίγουν την ικανότητα του να καθαρισθεί, να τελειωθεί και να αναληφθεί.


Είναι ακριβώς αυτός ο φόβος που μας αποκαλύπτει τη σημασία της τελευταίας, θείας κρίσεως, την οποία αποκαλούμε «φοβερά κρίση». Δεν πρόκειται για την κρίση του Κυρίου, του Κυριάρχου επί των δούλων Του ? είναι η ίδια η θεία αγάπη, η θεία αγαθότητα, η θεία αλήθεια και ωραιότητα που κρίνει τις ψυχές μας. Έτσι, ο Χριστός στην παραβολή Του για την τελική κρίση (Ματθ. 25:31-46), δεν μιλά απλά για παραβάσεις του νόμου. Λέει μάλλον: δεν με αναγνωρίσατε στους αδελφούς σας, δεν με αναγνωρίσατε στην ίδια τη ζωή σας. Εδώ δεν υπάρχει τιμωρία, αφού ο φόβος της τιμωρίας δεν μπορεί να εμπνεύσει την αγάπη προς τον θεό, η οποία βοηθά να γεννηθεί μέσα στον άνθρωπο εκείνος ο πόθος για την ολότητα και την αυθεντική ζωή. Ο φόβος του Θεού δεν είναι τίποτα άλλο παρά εκείνη η εν θλίψει συναίσθηση πως προδώσαμε τη θεία αγάπη που μας δόθηκε εν Χριστώ. Οι πρώτοι χριστιανοί ζούσαν με την προσδοκία του Χριστού, ανέμεναν την επάνοδο Του γιατί πίστευαν και χάρις στην πνευματική τους εμπειρία γνώριζαν, πως η έλευσή Του θα ανοίξει την αιώνια Βασιλεία της αγάπης, της γνώσεως του Θεού και εν Αυτώ, την αιώνια ζωή.


Ναι, πρόσμεναν τον Χριστό «εν φόβω και τρόμω», όπως ακριβώς πλησιάζουμε στη Θεία Κοινωνία «μετά φόβου Θεού και πίστεως», πράγμα που σημαίνει με ευλάβεια, με συναίσθηση της υπερβατικότητας του δώρου και της δικής μας αναξιότητας. Υπό το φως της κατανοήσεως όλων αυτών μπορεί να λεχθεί πως ο τρόπος με τον οποί ον αναφερόμαστε στη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού αποτελεί μέτρο της πίστεως μας στον Χριστό και της αγάπης μας σ' Αυτόν. Αν Τον φοβόμαστε μόνο, αν φοβόμαστε με τον ίδιο τρόπο που ένας δούλος φοβάται τον αφέντη του, τότε η πίστη μας είναι ατελής και απουσιάζει η αγάπη για τον Χριστό. Όμως, αν προσδοκούμε τον Χριστό «μετά φόβου θεού και πίστεως», τότε γνωρίζουμε επίσης πως εν Αυτώ έλαμψε η συγχώρεση των αμαρτιών μας, πως το έλεος του Θεού είναι άπειρο και πως ένα μονάχα δάκρυ αληθινής αγάπης και μετανοίας έχει περισσότερη δύναμη απ' όλες τις αμαρτίες.

... Ου της βασιλείας ουκ έσται τέλος ...


Είναι απαραίτητο σήμερα, ειδικά καθώς ο φόβος αυξάνει παγκοσμίως, να επιστρέψουμε εσωτερικά στη χαρούμενη και νικητήρια αίσθηση αυτών των λόγων του Συμβόλου της Πίστεως: «ου της βασιλείας ουκ έσται τέλος». Όποιος διάβασε έστω και για μια φορά στη ζωή του το Ευαγγέλιο, ή το άκουσε στην εκκλησία, γνωρίζει ασφαλώς πως το κήρυγμα του Χριστού ήταν πάνω απ' όλα κήρυγμα για τη Βασιλεία του Θεού · αποτελούσε διακήρυξη της. «Μετανοείτε ήγγικεν γαρ η Βασιλεία του Θεού» (δες Μαρκ. 1:14): αυτά είναι τα πρώτα-πρώτα λόγια του Χριστού στο Ευαγγέλιο, το οποίο σπεύδει να εξηγήσει πως ο Χριστός διέτρεχε όλη τη χώρα «κηρύσσων το ευαγγέλιον της βασιλείας» (Ματθ. 4:33) - τα καλά και χαρμόσυνα νέα της Βασιλείας.


Αν συλλογιστούμε όλες τις παραβολές του Χριστού περί της Βασιλείας, αν στοχαστούμε πάνω σ' αυτές και ακούσουμε προσεχτικά τι είπαν και μαρτύρησαν οι άγιοι, οι μάρτυρες και οι απόστολοι περί της Βασιλείας, αν προσέξουμε πολύ σ' αυτό που λέει και έλεγε πάντοτε η Εκκλησία περί αυτής, τότε θα ανακαλύψουμε πως το νόημα αυτής της πραγματικότητας της Βασιλείας που κήρυξε ο Χριστός είναι πολύ διαφορετικό από την ευρέως διαδεδομένη αντίληψη περί ενός «κόσμου πέραν του τάφου». Η Βασιλεία του Θεού είναι πληρότητα ζωής, πληρότητα χαράς, πληρότητα γνώσεως. Είναι ο θρίαμβος της θείας ζωής. Είναι όλα εκείνα για τα οποία έκτισε ο Θεός τον άνθρωπο και τον κόσμο, από τον οποίο ξέπεσε ο άνθρωπος δια της αμαρτίας και της εγωκεντρικής υπερηφάνειας. Και είναι αυτή η Βασιλεία που ο Χριστός μας αποκαλύπτει και μας χαρίζει εκ νέου, προβάλλοντας την πάλι σε μας ως τον υπέρτατο σκοπό και περιεχόμενο της γνώσεως και του κόσμου.


Εδώ βρίσκεται η μοναδικότητα, η ιδιαιτερότητα της χριστιανικής διδασκαλίας περί της Βασιλείας του Θεού, το ασύμβατο της με οποιαδήποτε άλλη θρησκεία ? αλλά αυτός ακριβώς είναι κι ο λόγος για τον οποίο μπορούμε να προσευχηθούμε για την έλευση της Βασιλείας, ο λόγος που μας κάνει να την επιθυμήσουμε, να την αγαπήσουμε, ως τον υπέρτατο και υψηλότερο θησαυρό της επίγειας ζωής μας, ακόμη και σ' αυτή τη στιγμή. «Ουκ έρχεται η βασιλεία του Θεού μετά παρατηρήσεως» λέει ο Χριστός, «ουδέ ερούσιν ιδού ώδε ή ιδού εκεί, ιδού γαρ η βασιλεία του Θεού εντός υμών εστίν» (Λουκ. 17:20-21). Γιατί η Βασιλεία του Θεού βρίσκεται πρώτα απ' όλα στον ίδιο τον Χριστό, στη ζωή Του - στην ανθρώπινη ζωή Του, που ωστόσο ακτινοβολεί από θείο κάλλος, αγαθότητα και αλήθεια.


Η Βασιλεία του Θεού βρίσκεται στην αγάπη του Χριστού, στην υπακοή Του, στην απόλυτη αυτοπαράδοσή Του, στη νίκη Του. «Εάν αγαπάτε με...» (Ιωάν. 14:15), λέει ο Χριστός, άρα Βασιλεία του Θεού είναι η αγάπη για τον Χριστό ως νόημα, περιεχόμενο και πληρότητα ζωής. «Εν αυτώ ζωή ην, και η ζωή ην το φως των ανθρώπων...» (Ιωάν. 1:4), αναφωνεί ο Αγ. Ιωάννης ο Θεολόγος.
Αυτή η ζωή μας φανερώθηκε, μας προσφέρθηκε και μόνο δι' αυτής μπορούμε να ζήσουμε ? είναι η Βασιλεία του Θεού εντός μας. Κοίταξε, για παράδειγμα, τον Άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ, έναν από τους μεγαλύτερους Ρώσους αγίους · κοίταξε στην εικόνα το λαμπερό του πρόσωπο. Μπορεί ποτέ να συλλογίζεται «τον πέραν του τάφου κόσμον» ή την «αθανασία της ψυχής»; Όχι, ο Αγ. Σεραφείμ ζει εν Θεώ, εν Χριστώ, μέσα στη χαρά της γνώσεως του Χριστού, είναι κοντά Του, μέσα σε ένα τέτοιο μέγεθος χαράς που ακόμη και ο θάνατος γίνεται αποδεκτός ως μέσον για μια ακόμη μεγαλύτερη ένωση με τον αγαπημένο.


Αυτή είναι η Βασιλεία του Θεού. Αυτό που θα ολοκληρωθεί, θα εκπληρωθεί και θα έλθει εν δόξη, σύμφωνα με το Σύμβ ολο της Πίστεως, είναι κάτι που έχει ήδη εμφανισθεί, «ο εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν...». (Α'. Ιωάν. 1:1), όπως λέει ο Αγ. Ιωάννης ο Θεολόγος. Και αυτή η φανέρωση, αυτή η χαρά περικλείει τα πάντα τόσο πολύ, που ο Απόστολος γράφει: «Ούτε θάνατος ούτε ζωή... δυνήσεται ημάς χωρίσαι από της αγάπης του Θεού της εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών» (Ρωμ. 8:38-39).


Έτσι προσευχόμαστε για την έλευση της Βασιλείας του Θεού γιατί την αγαπάμε, και την αγαπάμε γιατί την γνωρίζουμε ήδη, γιατί ο Χριστός την αποκάλυψε και μας την πρόσφερε. Δεν θα έλθει «μετά παρατηρήσεως». Ο κόσμος θα συνεχίσει να ζει με τα πάθη και τους φόβους του, θα συνεχίσει να δρα και να είναι άπληστος. Εκατομμύρια άνθρωποι θα συνεχίσουν να γεμίζουν τον πλανήτη μας, αγωνιζόμενοι όλοι τους να ξεκλέψουν λίγη ευτυχία. Όμως ο άνθρωπος που ανοίγει τη ζωή του στον Χριστό (έστω και αποσπασματικά, έστω και περιστασιακά) θα γνωρίσει άλλη ζωή, άλλο τρόπο ζωής, θα απελευθερωθεί εσωτερικά από τη δουλεία στην εγκόσμια ματαιότητα και θα ελευθερώσει την ψυχή του για να δεχτεί τη Βασιλεία αυτής της «χαράς και της ειρήνης εν Αγίω Πνεύματι», την οποία κανείς δεν μπορεί να δώσει πάνω στη γη και η οποία υπήρξε πάντα παρούσα εντός μας.


Πέφτουμε, αμαρτάνουμε, ξεστρατίζουμε απ' αυτή τη Βασιλεία, όμως δεν μπορούμε πια να τη λησμονήσουμε εντελώς, έτσι μετανοούμε και επιστρέφουμε. Και για άλλη μια φορά μας αγκαλιάζει αυτή η ίδια θεϊκή αγάπη, το ίδιο αυτό φως. «Ου της βασιλείας ουκ έσται τέλος», γιατί όπως λέει ο Χριστός, «αυτή δε εστιν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσι σε τον μόνον αληθινόν θεόν και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν» (Ιωάν. 17: 3). Γι' αυτήν ακριβώς την αιώνια Βασιλεία, την αιώνια ζωή και την αιώνια χαρά μιλά το Σύμβολο της Πίστεως.

... Και εις το Πνεύμα το Άγιον, το Κύριον, το Ζωοποιόν, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, το συν Πατρί και Υιώ συμπροσκυνούμενον και συνδοξαζόμενον, το λαλήσαν δια των προφητών ...


Ποιο είναι αυτό το Άγιο Πνεύμα το οποίο το Σύμβολο της Πίστεως ονομάζει «κύριον και ζωοποιόν», καλώντας μας να Το λατρέψουμε μαζί (εννοώντας ισότιμα) με τον Πατέρα και τον Υιό;
Το να μιλάμε για το Άγιο Πνεύμα, το να επιχειρούμε να εξηγήσουμε την πίστη μας σ' Αυτό χρησιμοποιώντας τον ορθολογιστικό ανθρώπινο λόγο μας, είναι απροσμέτρητα πιο δύσκολο από το να μιλάμε για τον Πατέρα και τον Υιό. Ο Θεός, ως Δημιουργός του κόσμου, ως στοργικός Πατέρας, ως Παντοδύναμος - αυτά μπορεί έστω και μερικά να συλλάβει ο νους μας. Πιστεύουμε δε στον Μονογενή Του Υιό γιατί εμπιστευόμαστε και αγαπάμε τον Ιησού Χριστό, που ο ίδιος βεβαιώνει πως είναι ο Υιός του Θεού. Όμως όταν επιχειρούμε να μιλήσουμε για το Άγιο Πνεύμα είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να νιώσουμε, να καταλάβουμε και να συνειδητοποιήσουμε την ετερότητα Του από τον Πατέρα και τον Υιό, ή, απλούστερα, να καταλάβουμε τη σημασία της πίστεως της Εκκλησίας στον Τριαδικό Θεό, στον ένα Θεό που μας αποκαλύπτεται σε Τρία Πρόσωπα.


Αυτή την αντίληψη περί του Θεού, αυτή τη θρησκευτική εμπειρία περί Αυτού θεώρησε πάντοτε η Εκκλησία ως το αποκορύφωμα της πίστεως, το ζενίθ της πνευματικής ζωής, αυτής της τελικής και περιβάλλουσας τα πάντα αλήθειας, της γνώσεως εκείνου του πράγματος που το Ευαγγέλιο αποκαλεί αιώνια ζωή.


Πριν προχωρήσουμε περαιτέρω, πρέπει να σταθούμε για να συλλογισθούμε πρώτα απ' όλα την ίδια τη λέξη «πνεύμα» η οποία, παρόλη τη φαινομενική της οικειότητα, δεν είναι καθόλου αυταπόδεικτη όταν πρωτο-επιχειρήσουμε να την ορίσουμε. Για παράδειγμα, ας σκεφτούμε αυτή τη δήλωση: «το πνεύμα του Πούσκιν σ' ολόκληρο το έργο του είναι λαμπρό». Τι σημαίνει αυτό; Τι θέλουμε να εκφράσουμε και να αποδώσουμε με τη χρήση της λέξεως «πνεύμα»; Απλά αυτό: πως κάθε πραγματικότητα, συμπεριλαμβανομένου και του έργου του Πούσκιν, δεν μπορεί να εκτιμηθεί απλά και μόνο μέσω του «αντικειμενικού» ή «πραγματικού» του περιεχομένου, αλλά και μέσω της δυνάμεως, αρνητικής ή θετικής, που εκπηγάζει απ' αυτή την πραγματικότητα. Τα ποιήματα του Πούσκιν μπορεί να είναι σοβαρά ή αστεία, βαθιά ή ρηχά, χαρούμενα ή τραγικά. Ωστόσο μπορούμε να πούμε πως σαν σύνολο, το πνεύμα του έργου του Πούσκιν είναι λαμπρό και αυτό είναι αλήθεια, παρά το γεγονός πως η ζωή του Πούσκιν ήταν σε γενικές γραμμές δυστυχισμένη και δύσκολη και στα τελευταία του χρόνια απλά αξιοθρήνητη. Έτσι, αυτό που ονομάζουμε πνεύμα του έργου του Πούσκιν δεν είναι απλά η αντανάκλαση του χαρακτήρα του πάνω στα έργα του. Είναι κάτι πολύ βαθύτερο, είναι το βαθύτερο στοιχείο του Πούσκιν, βαθύτερο και από τη συνείδηση, τις ιδέες και τη διάθεση του - είναι αυτό που συνεχίζει στ' αλήθεια να ζει και να λάμπει μέσα από τα έργα του. Μ' αυτό το παράδειγμα, μπορούμε να αντιληφθούμε πως υπάρχει πνευματικό βάθος και δύναμη, μια πνευματική διάσταση στη ζωή.


Το πνεύμα δεν μπορεί να εξισωθεί με οτιδήποτε και ωστόσο είναι παρόν παντού, μπορούμε να το δούμε παντού και σε τελευταία ανάλυση, μπορούμε να πούμε πως αυτό είναι η ίδια η ζωή της ζωής. Είναι αυτό ακριβώς για το οποίο το Ευαγγέλιο λέει: «το πνεύμα όπου θέλει πνει... αλλ' ουκ οίδας πόθεν έρχεται και πού υπάγει» (Ιωάν. 3:8).


Στα αρχαία Εβραϊκά, στη γλώσσα που γράφτηκε η Παλαιά Διαθήκη, η λέξη που αντιστοιχούσε στο πνεύμα ήταν ρουάχ ( ruach ), που πρώτη της σημασία είναι άνεμος, δηλ. μια δύναμη αόρατη στους οφθαλμούς, η οποία εν τούτοις κάνει τα πράγματα να κινούνται, μια αόρατη μα προφανής δύναμη ζωής. Και συνεπώς, όταν αποδίδουμε τη λέξη «πνεύμα» στον Θεό, επιβεβαιώνουμε μεμιάς και το αόρατο και την παρουσία Του, καθώς και την ενέργεια και την ζωοποιούσα δύναμη Του στον κόσμο και στη ζωή. Το Άγιο Πνεύμα είναι η παρουσία του Θεού σε κάθε τόπο και χρόνο. Να γιατί Το αποκαλούμε Πνεύμα, άλλοτε Κύριο και τελικά «Ζωοδότη». Χωρίς την εμπειρία αυτής της παρουσίας του αόρατου μα ωστόσο αντιληπτού Θεού, ο θεός θα ήταν για μας μόνο μια ιδέα και μάλιστα η ασθενέστερη, ή περισσότερο μη επαληθεύσιμη, η πιο αφηρημένη από όλες τις ιδέες.


Δεν μπορούμε να «δείξουμε» τον θεό στους ανθρώπους και συνεπώς δεν μπορούμε να «αποδείξουμε» την ύπαρξή Του, όπως ακριβώς δεν μπορούμε ούτε να δείξουμε ούτε να αποδείξουμε τη χαρά και την ωραιότητα των αχτίνων του ηλίου σε κάποιον εκ γενετής τυφλό, όπως ακριβώς είμαστε ανίκανοι να αποδείξουμε το λαμπρό πνεύμα του έργου του Πούσκιν σε κάποιον που δεν γνωρίζει ρωσικά και δεν μπορεί να διαβάσει τα έργα του. Η ιδέα του Θεού μπορεί να αμφισβητείται ασταμάτητα, χωρίς να υπάρξει κάποιο συμπέρασμα. Η εμπειρία όμως της πνευματικής Του παρουσίας δεν απαιτεί καμιά απόδειξη και διατυπώθηκε μια και για πάντα από τον απόστολο Παύλο ως «ειρήνη και χαρά εν Πνεύματι Αγίω» (Ρωμ. 14:17).


Το Σύμβολο της Πίστεως συνεχίζει: «το εκ του Πατρός εκπορευόμενον...». Για να κατανοήσουμε τι σημαίνει αυτό, ας επιστρέψουμε πάλι στο ίδιο γήινο παράδειγμα που χρησιμοποιήσαμε προηγουμένως. Το πνεύμα του έργου του Πούσκιν είναι του Πούσκιν, αλλά δεν είναι ο Πούσκιν. Μέσω του πνεύματος του έργου του μπορούμε να γνωρίσουμε τον Πούσκιν, ωστόσο το αντίστροφο δεν είναι αληθές, γιατί ακόμα κι αν γνωρίζουμε όλες τις βιογραφικές λεπτομέρειες του Πούσκιν, δεν μπορούμε να γνωρίσουμε το πνεύμα του έργου του εκτός κι αν διαβάσουμε αυτά που έγραψε. Παρομοίως, ενώ το Άγιο Πνεύμα είναι η παρουσία, η φανέρωση και η ενέργεια της αγάπης, της σοφίας και του δημιουργικού έργου του Πατρός, δεν είναι ο Πατέρας. Προέρχεται καθ' ολοκληρίαν από τον Θεό Πατέρα και συνεπώς είναι και το ίδιο θεός, αλλά δεν είναι ο Πατέρας.


Το Πνεύμα του θεού εκπορεύεται από τον Πατέρα, μαρτυρεί περί του Πατρός και του Υιού, μας οδηγεί προς τον Πατέρα, όμως δεν είναι ούτε Πατήρ ούτε Υιός. Αν ο Πατέρας είναι ο εραστής, αν ο Υιός είναι ο αγαπημένος, τότε το Άγιο Πνεύμα είναι η αγάπη που τους ενώνει, είναι η ενότητα τους, ο ενοποιημένος φωτισμός, η δύναμη και η αλήθεια τους. Είναι η ανάσα του θεού μέσα στον κόσμο, είναι Εκείνος δια του οποίου, κατά τον Ντοστογιέφσκι, «αγγίζουμε άλλους κόσμους». Είναι η λάμψη της θείας ωραιότητας και αγαθότητας, είναι Εκείνος που αποκαλύπτει πως τα πάντα στον κόσμο μπορού ν να οδηγήσουν στον θεό, να ανέλθουν προς Αυτόν, να γίνουν η χαρά της παρουσίας Του. Εραστής, Αγαπημένος, Αγάπη: το φωτεινό μυστήριο της Αληθείας, η αποκάλυψη του τελικού μυστηρίου της ίδιας της ζωής του θεού.


Πιστεύουμε σ' ένα θεό, αλλά όχι σε ένα θεό που είναι μόνος, όχι σε ένα θεό που είναι εγωκεντρικός, όχι σε ένα θεό που ζει μόνο εν Εαυτώ και για τον εαυτό Του. Ο θεός είναι αγάπη, λέει ο χριστιανισμός. Όμως το να αγαπάς σημαίνει να στρέφεσαι προς τον Άλλον και στην ανώτερη εκδοχή, να αγαπάς σημαίνει να παραδίδεσαι σ' Αυτόν. Ο Πατέρας, λέει το Ευαγγέλιο, αγαπά τον Υιό και του δίνει τα πάντα. Ο Υιός, λέει πάλι το Ευαγγέλιο, αγαπά τον Πατέρα και παραδίδεται ολοκληρωτικά σ' Αυτόν. Τέλος, το Άγιο Πνεύμα είναι η δωρεά της ίδιας της αγάπης, αυτής ταύτης της αγάπης ως δώρου, χαράς, πληρότητος, υπάρξεως, δίψας και κατάσβεσης της δίψας, δοσίματος και αποδοχής. Και μέσω αυτής της αγάπης, μέσω αυτής της προσφοράς, ο Θεός δημιουργεί τον κόσμο, καλεί όλους μας στη ζωή, μας καθιστά όλους μας αγαπητούς Του και μας δίνει την αγάπη Του, το Πνεύμα Του, έτσι ώστε να δύναται ο καθένας να μετάσχει στη θεία ζωή.


Έτσι προσευχόμαστε στο Πνεύμα: «Ελθέ και σκήνωσον εν ημίν»! Απευθυνόμαστε προς Αυτόν λέγοντας: «Παράκλητε, θησαυρέ των αγαθών, ζωής χορηγέ...». Και σε απάντηση Αυτός έρχεται και σκηνώνει μέσα μας, μας οδηγεί, όπως ο Χριστός υποσχέθηκε, εις πάσαν την αλήθειαν (δες Ιωάν. 16:12), και μας χαρίζει αιώνια ζωή. Αυτό είναι λοιπόν το φωτεινό μυστήριο της χριστιανικής πίστεως, το μυστήριο του θεού που είναι Τριάς, του Θεού που είναι Αγάπη.

... το λαλήσαν δια των προφητών ...


Ας παραμείνουμε σ' αυτές τις λέξεις του Συμβόλου της Πίστεως που αφορούν στο Άγιο Πνεύμα: «...το λαλήσαν δια των προφητών». Οι έννοιες προφητεία και προφήτης καταλαμβάνουν μεγάλο χώρ ο στο χριστιανισμό. Ωστόσο, στην κοινή χρήση η λέξη «προφητεία» έχει γίνει συνώνυμη με την «πρόρρηση». Σύμφωνα με την κοινή μας αντίληψη, προφήτης είναι εκείνος που προλέγει το μέλλον, όπως ένας μάντης. Συνεπώς πρέπει να τονισθεί όσο εντονότερα γίνεται, πως ενώ το να «προλέγεις το μέλλον» είναι πέρα από κάθε αμφιβολία ένα στοιχείο προφητείας, όπως αυτή κατανοείται από το χριστιανισμό, όμως, ούτε εξαντλεί αυτή την αντίληψη ούτε και αποτελεί το κεντρικό της τμήμα.


Τα γραπτά των προφητών καταλαμβάνουν άνετα το μισό μέρος της Παλαιάς Διαθήκης και δεν μπορούν με κανένα τρόπο να περιορισθούν σε άπλες προβλέψεις για το μέλλον. Η ουσία της προφητείας, το βαθύτερο νόημα της, έγκειται σε κάτι άλλο και μόνο σε σχέση με αυτό το «κάτι άλλο» μπορεί κανείς ορθά να κατανοήσει πως οι προφήτες δια των προφητειών τους μιλούν για το μέλλον. Η ουσία της προφητείας βρίσκεται στο χάρισμα να διακηρύσσεις στους ανθρώπους το θέλημα του Θεού, το οποίο κρύβεται από τους ανθρώπινους οφθαλμούς μας, αλλά αποκαλύπτεται στην πνευματική δράση του προφήτη μέσα από τα γεγονότα της ανθρώπινης ζωής και ιστορίας. Η ουσία της προφητείας εκφράζεται άριστα στο έξοχο θρησκευτικό ποίημα του Πούσκιν «Ο Προφήτης»:
...Και η φωνή του Θεού με κάλεσε:
«Σήκω, Ω προφήτη, δες και άκουσε.
Γέμισε τώρα από την θέληση μου,
και διασχίζοντας γη και θάλασσα
πυρπόλησε τις καρδιές των ανθρώπων με τον Λόγο».


Μένει κανείς έκθαμβος με πόση πληρότητα, με πόση δύναμη, οι λίγες αυτές γραμμές εκφράζουν την ουσία της προφητείας και της κλήσεως του προφήτη. Ο προφήτης είναι εκείνος που ακούει τη «φωνή του Θεού», αυτή τη μυστηριώδη κλήση, την εντολή αυτή που απευθύνεται σ' αυτόν, σ' αυτόν και μόνο. Αυτή η φωνή λέει: «Σήκω», που σημαίνει σήκω από την άδεια και μάταιη ζωή που εσύ, όπως και οι περισσότεροι άνθρωποι, έχεις πάντα ζήσει και σπάσε τις αλυσίδες του συμβιβασμού οι οποίες σου απέκρυψαν το βαθύτερο νόημα των γεγονότων. Μετά, η φωνή λέει «δες και άκουσε»: μια εντολή για να δούμε εκείνο που έχει την υπέρτατη σημασία, εκείνο που συνήθως δεν βλέπουμε με τη συνηθισμένη μας ματιά που είναι προσηλωμένη στα χαμηλά, στη γη και στα γήινα, ν' ακούσουμε εκείνο που έχει υπέρτατη σημασία, αυτό που ο θόρυβος των περισπασμών της ζωής μας εμποδίζει να ακούσουμε. Και μετά, η ίδια φωνή λέει: «γέμισε τώρα από τη θέληση Μου». Αυτό σημαίνει: να γίνεις υπηρέτης, όχι των δικών σου κοσμικών και ανθρώπινων αντιλήψεων, σχεδίων και επιθυμιών αλλά του δικού Μου θεϊκού σχεδίου, της θείας Μου βουλής. Και η φωνή που απευθύνεται στον προφήτη καταλήγει: «και διασχίζοντας γη και θάλασσα πυρπόλησε τις καρδιές των ανθρώπων με το Λόγο».


Το «Γη και θάλασσα» σημαίνει ολόκληρο τον κόσμο, ολόκληρο το σύμπαν, όλη τη δημιουργία του θεού. Και αυτό σημαίνει πως ενώ ο προφήτης, όπως και κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, περιορίζεται από τον τόπο και το χρόνο και ζει κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, γενόμενος μάρτυρας συγκεκριμένων γεγονότων, με τη θεία του αποστολή υπερβαίνει αυτούς τους περιορισμούς. Ή ίσως είναι καλύτερα να πούμε: ότι και στο παραμικρό ο προφήτης είναι ικανός να δει, να ακούσει και να διακρίνει τη θέληση του θεού, δηλαδή, το νόημα και τη σημασία της για ολόκληρο τον κόσμο, για κάθε άνθρωπο και για όλη την ιστορία.


Ανάλωσε κάποιο χρόνο διαβάζοντας τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Γράφουν για πολλά γεγονότα: για πολέμους, επαναστάσεις, δολοφονίες, κατακτήσεις, που κατά την κοσμική προοπτική δεν είναι τίποτα άλλο παρά μόνο μια χούφτα μικρών βασιλείων, γράφουν για ανθρώπους και γεγονότα ξεχασμένα από καιρό απ' όλους, που όταν ιδωθούν υπό το πρίσμα των δικών μας σύγχρονων προβλημάτων και γνώσης, είναι απόλυτα ασήμαντα. Όλα αυτά τα ιστορικά βασίλεια, των οποίων οι πόλεμοι καταλαμβάνουν ένα τεράστιο μέρος της Γραφής, είναι τόσο μικρά, που σήμερα δεν χρειαζόμαστε περισσότερο από δύο ή τρεις ώρες να πετάξουμε με αεροπλάνο από το ένα άκρο στο άλλο της παλιάς επικράτειας τους.


Γιατί λοιπόν πρέπει όχι μόνο να ξέρουμε και να θυμόμαστε όλα αυτά, αλλά ακόμα και να ομολογούμε πως είναι άγια, πως είναι η θεόπνευστος Γραφή, ο λόγος του θεού; Ακριβώς γιατί αυτοί οι προφήτες βλέπουν σ' αυτά τα ασήμαντα γεγονότα τη βουλή του θεού, γιατί αποκαλύπτουν πως το θέλημα του θεού άφορα όχι μόνο εκείνους τους ανθρώπους και εκείνα τα γεγονότα, αλλά τον ίδιο τον άνθρωπο, την ίδια τη ζωή και τον ίδιο τον κόσμο. Για τους προφήτες τα πάντα γίνονται σημείον, αποκάλυψη, κλήση, μάθημα. Μέσω των μικρών πραγμάτων, φανερώνεται το σχέδιο του Θεού για μας σε όλη του την ανέκφραστη μεγαλοσύνη. Είναι ένα σχέδιο που αφορά όχι μόνο ό,τι συμβαίνει τώρα, αλλά επίσης, και στην πραγματικότητα κατ' εξοχήν, είναι ένα σχέδιο που αφορά στον έσχατο σκοπό της δημιουργίας του κόσμου. Κατ' αυτήν την έννοια η προφητεία απευθύνεται στο παρόν, στο παρελθόν και στο μέλλον.


Αυτό το όραμα, τη θέληση και το σχέδιο του Θεού αποκαλύπτει ο προφήτης και δι' αυτού «πυρπολεί τις καρδιές των ανθρώπων». Γιατί η προφητεία δεν είναι απλά μια εξήγηση, δεν είναι απλά το να ατενίζεις το μέλλον ως μάντης και προγνώστης της τύχης. Είναι μια κλήση και ως κλήση είναι επίσης μια κρίση. Είναι η αποκάλυψη του θελήματος του Θεού και η κλήση να το αποδεχθούμε. Είναι το ξεσκέπασμα του κακού και η κλήση να αγωνιστούμε εναντίον του. Είναι η αποκάλυψη της αγάπης του Θεού και η κλήση να Τον αγαπήσουμε. Η Εκκλησία αποφασιστικά απορρίπτει και καταδικάζει την ύπαρξη μάντεων και προγνωστών της τύχης. Γιατί; Ακριβώς γιατί η χρησιμοποίηση τους προϋποθέτει τη μοιρολατρία και αυτό σημαίνει άρνηση της ελευθερίας. Η προφητεία, αντιθέτως, είναι μια φλογερή κλήση σε ελευθερία και απελευθέρωση από τη μοιρολατρία και την παθητικότητα που παραλύουν τον άνθρωπο.


«Εάν μη μετανοήτε, πάντες ωσαύτως απολείσθε» (δες Λουκ. 13:3). Αυτό, σε τελική ανάλυση, είναι η ουσί α της προφητείας. Είναι πάντοτε η αποκάλυψη δύο - και μόνο δύο - δρόμων, που ανάμεσα τους καλείται να διαλέξει ο άνθρωπος πάντοτε, σε όλες τις εποχές, τόσο στις μεγάλες όσο και στις μικρές αποφάσεις, το δρόμο του θεού ή τον δρόμο του μη - θεού και συνεπώς εναντίον του Θεού. «Εάν μη μετανοήτε...», αυτό αποτελεί μήνυμα ελπίδας, μήνυμα ότι ο άνθρωπος δύναται να θέσει όριο στην αμαρτωλή του μοιρολατρία, μπορεί να αλλάξει, μπορεί να επιλέξει το θέλημα του Θεού. Η αποστολή των προφητών είναι να πυρπολούν τις καρδιές με αυτό το κάλεσμα και να τις στρέφουν προς αυτή την εκλογή. Η προφητεία προέρχεται από τον Θεό, από το Άγιο Πνεύμα. Γιατί δεν είναι ίδιον της γήινης γνώσης μας να βλέπει το μυστηριώδες και θείο νόημα όλων όσων συμβαίνουν στον κόσμο. Μπορεί μάλιστα να λεχθεί πως όσο πιο πλατιά είναι η γνώση μας για τον κόσμο (και στις μέρες μας έχει φτάσει σε αφάνταστο πλάτος) τόσο πιο ρηχή γίνεται. Ακριβώς για να διακηρυχθεί αυτή η γνώση, το Άγιο Πνεύμα στέλνει τους προφήτες.


Πρέπει να προσθέσουμε πως σύμφωνα με τη χριστιανική πίστη, το χάρισμα της προφητείας δίνεται με μια ορισμένη έννοια σε όλους τους χριστιανούς, σε όλους όσους έχουν δεχθεί τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Ο καθένας μας καλείται να βαθύνει τη ζωή και τη γνώση του. Όμως όλοι μας, αλίμονο, καταπνίγουμε αυτή την εσωτερική κλήση και την προδίδουμε. Έτσι, για να ανανεώσουμε αυτό το κάλεσμα εντός μας προσευχόμαστε στο Άγιο Πνεύμα: «ελθέ και σκήνωσον εν ημίν». Και τελικά, όπως μας λέει ο απόστολος Παύλος, «προφητείας μη εξουθενείτε» (Α'. Θεσ. 5:20).

... Εις μίαν, αγίαν, καθολικήν και αποστολικήν Εκκλησίαν ...


Πρέπει πρώτα να επικεντρώσουμε την προσοχή μας στη λέξη «Εκκλησία». Στην ελληνική πρωτότυπη μορφή του Συμβόλου της Πίστεως ο όρος Εκκλησία μπορεί να μεταφρασθεί ως: «σύναξη εκείνων που κλήθηκαν», ή, με άλλα λόγια, εκείνων που κλήθηκαν σ' αυτή τη σύναξη, εκείνων που ανταποκρίθηκαν σ' αυτή την κλήση. Για να το θέσουμε διαφορετικά, δεν είναι απλά μια σύναξη που θα μπορούσε να ήταν τυχαία και να μην έχει κανένα ιδιαίτερο νόημα ή αποστολή. Όχι, είναι πρώτον μια σύναξη με συγκεκριμένο σκοπό και δεύτερον είναι μια σύναξη ανθρώπων που κλήθηκαν γι' αυτόν το σκοπό και είναι ικανοί να τον εκπληρώσουν, να τον πραγματοποιήσουν.


Έτσι, στοχεύοντας στην κατανόηση της κεντρικής θέσεως της Εκκλησίας στη χριστιανική πίστη, πρέπει να αναρωτηθούμε: ποιος συγκαλεί αυτήν τη σύναξη και για ποιο σκοπό; Στο πρώτο ερώτημα ο ίδιος ο Χριστός δίνει την απάντηση στο Ευαγγέλιο: «Οικοδομήσου μου την εκκλησίαν...» (Ματθ. 10:18). Ο Χριστός κτίζει την Εκκλησία. Αυτή είναι η σύναξη, η ένωση εκείνων τους οποίους κάλεσε ο Χριστός και συνεχίζει να καλεί. Ο Χριστός ιδρύει την Εκκλησία ακόμα και πριν πλησιάσει τους ανθρώπους με το κήρυγμα Του. Πράγματι, ο Χριστός αρχίζει το έργο Του καλώντας κοντά Του δώδεκα ανθρώπους στους οποίους λέει: «ουχ υμείς με εξελέξασθε, αλλ' εγώ εξελεξάμην υμάς...» (Ιωαν. 15:10). Και μετά την έξοδό Του από τον κόσμο, αυτοί οι δώδεκα απαρτίζουν την Εκκλησία και με τη σειρά τους «καλούν» τους ανθρώπους να ενωθούν μαζί τους.


Έτσι, η Εκκλησία είναι θεμελιωμένη π άνω στον Χριστό, Είναι η Εκκλησία Του, η απάντηση στο κάλεσμα Του, η υπακοή στο θέλημα Του. Είναι σημαντικό να το κρατήσουμε αυτό στο νου, γιατί οι ίδιοι οι χριστιανοί το λησμονούν συχνά και αποπειρώνται να θεωρήσουν την Εκκλησία ως «κτήμα» τους, ως ένα οργανισμό που κατά βάση κλήθηκε να τους εξυπηρετήσει, να ικανοποιήσει τις πνευματικές και μη, ανάγκες και απαιτήσεις τους. Ωστόσο η ίδια η λέξη Εκκλησία δείχνει πάνω απ' όλα πως είναι η ένωση εκείνων που κλήθηκαν να υπηρετήσουν τον Χριστό και να συνεχίσουν το έργο Του. Είναι υπηρεσία όχι στο εγώ αλλά στον θεό. Ποια είναι αυτή η υπηρεσία; Ή μάλλον, ποιος είναι ο σκοπός για τον οποίο ο Χριστός ίδρυσε, ή καθώς λέει, «οικοδόμησε» την Εκκλησία Του; Η απάντηση σ' αυτό το ερώτημα δίνεται από το Σύμβολο της Πίστεως στα τέσσερα επίθετα που προηγούνται της λέξεως «Εκκλησία»: «Πιστεύω», λέμε, «εις μίαν, αγίαν, καθολικήν και αποστολικήν Εκκλησίαν». Θα εξετάσουμε εν συντομία όλες αυτές τις ιδιότητες.


Η Εκκλησία είναι μία. Πρέπει να τονίσουμε αμέσως πως αυτή η λέξη είναι μια περιγραφή της Εκκλησίας εκ των έσω και όχι εκ των έξω. Δεν είναι ένα εξωτερικό, αλλά ένα εσωτερικό πνευματικό χαρακτηριστικό της Εκκλησίας, αφού εξωτερικά η Εκκλησία είναι διασκορπισμένη σε πολλές «εκκλησίες», ή, όπως ένα από τα πρωϊμότερα χριστιανικά γραπτά το θέτει, είναι «διασκορπισμένη» σε ολόκληρο τον κόσμο (Διδαχή, 9:4). Και, ωστόσο, όπου κι αν βρίσκεται, όσο διασκορπισμένη κι αν είναι, η Εκκλησία καλείται παντού να φανερώσει στους ανθρώπους εκείνη την ενότητα που αποκαλύφθηκε στον κόσμο δια του Χριστού. Γιατί ο κόσμος και ο άνθρωπος τελούν υπό το νόμο της διαιρέσεως και της αντιθέσεως ? τα πάντα πάνω στη γη διαιρούν τους ανθρώπους - τα πάντα - ακόμη και εκείνα που «ενώνουν» κάποιους απ' αυτούς: η εθνικότητα, η πίστη, η ιδεολογία, οι προτιμήσεις και ούτω καθ' εξής. Η αμαρτία και η τραγωδία του κόσμου είναι πως όλη του η ζωή είναι κατ' ουσίαν ένας πόλεμος όλων εναντίων όλων για χάρη του εγώ. Το αντίδοτο που ο Χριστός δίνει γι' αυτή τη διαίρεση είναι η ενότητα και η ομόνοια, ομόνοια πάνω απ' όλα με τον θεό, ομόνοια χαρισμένη άνωθεν, γιατί όσο εγγύτερα είναι οι άνθρωποι στον θεό τόσο εγγύτερα βρίσκονται και αναμεταξύ τους και τόσο περισσότεροι ενωμένοι είναι.


Ο Χριστός ήλθε για όλα και για όλους και συνεπώς εν Χριστώ, δια της διδασκαλίας Του και της ζωής Του, μπορούν οι άνθρωποι να βρουν αυτή την ομόνοια πίστεως, ελπίδας και αγάπης, την οποία τίποτα άλλο στον κόσμο δεν μπορεί να δώσει και η οποία είναι ο τελικός στόχος, η υπέρτατη κλήση του κόσμου και του άνθρωπου: η ενότητα του καθενός και του κάθε τι εν Θεώ. Ακριβώς αυτή η ομόνοια είναι στην πραγματικότητα η Βασιλεία του θεού και ακριβώς αυτή την καινούργια ομόνοια πάντων εν Χριστώ καλείται η Εκκλησία να φανερώσει, να υπηρετήσει και να πραγματοποιήσει σε κάθε τόπο και χρόνο.


«Πιστεύω», λέμε έπειτα σε μία, «αγία Εκκλησία». Η λέξη «αγία» δεν σημαίνει, φυσικά, πως η Εκκλησία αποτελείται από αγίους και τέλειους ανθρώπους. Σημαίνει μάλλον πως αποστολή της Εκκλησίας είναι να κάνει τη ζωή μας αγία, να την καθαρίσει με τη δύναμη του θεού, να την ελευθερώσει από τη δουλεία στην αμαρτία, να την προσφέρει στον θεό, να την κατευθύνει προς τα υψηλά και να τη μεταμορφώσει δια του Αγίου Πνεύματος.


Αφού ομολογήσουμε την αγιότητα της Εκκλησίας, ομολογούμε την καθολικότητα της. Η λέξη «καθολική», σημαίνει πρωτίστως την παγκοσμιότητα ενός πράγματος και δευτερευόντως την ολότητα και την πληρότητα του. Η Εκκλησία είναι παγκόσμια γιατί ο Χριστός και η διδασκαλία Του δεν απευθύνονται σε κάποιους μόνο ανθρώπους, ούτε σε κάποια συγκεκριμένη περίοδο της ιστορίας ή σε κάποιον πολιτισμό, αλλά σε όλο το ανθρώπινο γένος, σε όλους τους πολιτισμούς και σε όλες τις εποχές. Συχνά το λησμονούμε αυτό, περιορίζουμε την Εκκλησία και το χριστιανισμό στα «μέτρα μας», τον μεταβάλλουμε σε κάτι στενό, περιφερειακό και αποσπασματικό. Όμως ο Χριστός λέει: «πορευθέντες εις τον κόσμον άπαντα κηρύξατε το ευαγγέλιον πάση τη κτίσει» (Μαρκ. 16:15)... και για αιώνες η Εκκλησία απαντώντας σ' αυτό ψάλλει: «Πάσα η γη προσκυνησάτωσάν σοι...» (Ψαλμ. 05:4). Να γιατί η διδασκαλία του Χριστού αποτελεί ένα οργανικό όλον, πράγμα που σημαίνει πως τα περικλείει όλα, πως παίρνει στους κόλπους της όλη τη ζωή του ανθρώπου, πως απαντά σε όλα του τα ερωτήματα, πως απευθύνεται σε όλη τη ζωή.


Τέλος, ομολογούμε πως η Εκκλησία είναι αποστολική. Οι απόστολοι, όπως είπα πρωτύτερα, είναι εκείνοι οι δώδεκα μαθητές τους οποίους ο ίδιος ο Χριστός εξέλεξε και κατέστησε θεμέλιο της Εκκλησίας. Στα ελληνικά η λέξη «απόστολος» σημαίνει ο «απεσταλμένος». Λέγοντας πως η Εκκλησία είναι αποστολική, ομολογούμε πρώτον πως θεμελιώθηκε πάνω, και παραμένει για πάντα θεμελιωμένη, στη μαρτυρία, τη διδασκαλία και το κήρυγμα εκείνων των αποστόλων που επέλεξε και δίδαξε ο ίδιος ο Χριστός. Και δεύτερον, επιβεβαιώνουμε πως η Εκκλησία αποστέλλεται πάντοτε στον κόσμο, στους ανθρώπους και σ' ολόκληρη την κτίση, πως παραμένει πάντοτε ιεραποστολική, δηλαδή πως πράττει το έργο του Χριστού στον κόσμο.
Αυτή είναι η σημασία αυτών των λέξεων περί της Εκκλησίας στο Σύμβολο της Πίστεως, σημασία που ιδιαίτερα σήμερα είναι πολύ βασικό να θυμόμαστε.

…Ομολογώ έν βάπτισμα εις άφεσιν αμαρτιών...


«Ομολογώ έν βάπτισμα εις άφεσιν αμαρτιών...». Το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο τελειώνει με αυτή την εντολή του Ιησού Χριστού προς τους μαθητές Του: «Εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης, πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν, και ιδού εγώ μεθ' ημών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντέλειας του αιώνος» (Ματθ. 28: 18-20).
Στο φως ακριβώς αυτών των λέξεων και παρομοίως στο φως της λέξεως βάπτισμα, όπως χρησιμοποιείται στα Ευαγγέλια, πρέπει κανείς να προσπαθήσει να κατανοήσει τη βαπτιστική ομολογία του Συμβόλου της Πίστεως.


Ας ξεκινήσουμε με τη λέξη «βάπτισμα». Ενώ το Ευαγγέλιο τελειώνει με μιαν εντολή να βαπτιστούν όλα τα έθνη, αρχίζει επίσης με την περιγραφή του βαπτίσματος όπως εκτελούνταν από τον Ιωάννη, βάπτισμα που και ο ίδιος ο Χριστός δέχτηκε από τα χέρια του στον ποταμό Ιορδάνη. Για τους συγχρόνους του Ευαγγελίου, το βάπτισμα (από την ελληνική λέξη βαπτίζω που σημαίνει βυθίζω κάτι στο νερό) ήταν μια γνωστή τελετή που σήμαινε την προσωπική αναγνώριση από τον άνθρωπο, ότι η αμαρτία τον είχε καταστήσει ακάθαρτο, ότι μετανοούσε και ότι επιθυμούσε να καθαρισθεί, να συγχωρεθεί και να αναγεννηθεί. Το νερό, η πηγή της ζωής, η πηγή του καθαρισμού, αποτέλεσε εδώ το πιο κατάλληλο, το πιο φυσικό σύμβολο και η κατάδυση στο νερό ήταν η πιο διαδεδομένη τελετή. Αποδεχόμενος το βάπτισμα του Ιωάννου, ο Χριστός έδωσε στην τελετή ένα καινούργιο νόημα συνδέοντας την με τον εαυτό Του. «Ίδε ο αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου» (Ιωάν. 1:29), λέει ο Αγ. Ιωάννης ο Βαπτιστής καθώς βλέπει τον Ιησού να τον πλησιάζει. Το σημείον, το χάρισμα, η δύναμη να συγχωρούνται οι αμαρτίες και να ανανεώνεται η ζωή που ο Υιός του Θεού έφερε στους ανθρώπους είναι η ίδια η δύναμη που ο αναστημένος Χριστός, πριν από την Ανάληψη Του, παρέχει στους Αποστόλους και στους ακολούθους τους, όταν τους διατάζει να βαπτίσουν όλα τα έθνη.


Ο νους μπορεί ίσως να αποδεχθεί τις διδαχές του Χριστού για την αγάπη προς τον θεό και τον πλησίον, για τη δικαιοσύνη και την αγνότητα. Όμως για τον καθένα, που έστω και μία φορά στη ζωή του διάβασε το Ευαγγέλιο είναι προφανές, πως η αποδοχή της διδασκαλίας του Χριστού, όπως αυτή παρουσιάζεται στο χριστιανισμό και στα Ευαγγέλια, δεν μπορεί να χωρισθεί από την πίστη σ' Αυτόν, γιατί η διδασκαλία Του δεν είναι ούτε κάποια φιλοσοφία ούτε κάποιος ηθικός κώδικας. Αν συνέβαινε αυτό, τότε η σχέση μας μαζί Του θα ήταν ασύνδετη. Η διδασκαλία του Χριστού είναι πάνω απ' όλα τα «καλά νέα», η διακήρυξη της εμφανίσεως του Θεού στον κόσμο, εμφάνιση που σκοπό έχει να σώσει τους ανθρώπους από την αμαρτία και το θάνατο και να τους χαρίσει μια καινούργια και αγία ζωή. Εκείνος που πιστεύει στον Χριστό, συνεπώς, διψά να ενωθεί μαζί Του, διψά να δεχθεί το δώρο της σωτηρίας, της καινούργιας ζωής. Το βάπτισμα είναι το χριστιανικό σημάδι αυτού του δώρου, ή, όπως η Εκκλησία λέει, το «μυστήριο» αυτού του δώρου. Με την πράξη αυτή της καταδύσεως στο νερό, στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, ενωνόμαστε με τον Χριστό και εν Αυτώ με τον Θεό Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα.


Ο Απόστολος Παύλος λέει πως με το βάπτισμα ενωνόμαστε με τον Χριστό, δια της ομοιότητός του προς τον θάνατο και την ανάσταση (δες Ρωμ. 6). Η κατάδυση στο νερό συμβολίζει το θάνατο, το θάνατο του ανθρώπου μέσα στην απόλυτη υποδούλωση του στα υλικά, στην αμαρτία, στον εγωκεντρισμό και στα πάθη. Η ανάδυση από το νερό είναι το σύμβολο της αναστάσεως και της αναγεννήσεως, η αρχή μιας καινούργιας ζωής ενωμένης με τον Χριστό. Σύμφωνα με την πίστη της Εκκλησίας, ο Χριστός αναστήθηκε από τους νεκρούς και συνεπώς ο θάνατος - σύμφωνα με τα λόγια του αποστόλου Παύλου – «αυτού ουκέτι κυριεύει» (Ρωμ. 0:9). Και εδώ, δια του βαπτίσματος μας χαρίζει την αναστημένη και αθάνατη ζωή Του, την αγάπη και τη δύναμη της νίκης Του. Αυτή είναι η πηγή εκείνης της καταπληκτικής χαράς που περιβάλλει το βάπτισμα στην αρχαία Εκκλησία, η πηγή της πίστεως στο βάπτισμα ως πνευματικής μα ολότελα πραγματικής ένωσης με τον Χριστό. «Συνετάφημεν ουν αυτώ δια του βαπτίσματος εις τον θάνατον, ίνα ώσπερ ηγέρθη Χριστός εκ νεκρών... ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν», γράφει ο απόστολος Παύλος (Ρωμ. 6:4).


Για τους χριστιανούς, το βάπτισμα αποτελεί το θεμέλιο της Εκκλησίας, γιατί η Εκκλησία, με άλλα λόγια η κοινότητα αυτών που πιστεύουν στον Χριστό, δεν είναι απλά μια οργάνωση για τη διάδοση της διδασκαλίας του Χριστού και για να παράσχει αμοιβαία βοήθεια και υποστήριξη. Είναι η εν Χριστώ ένωση όλων εκείνων που έλαβαν απ' Αυτόν το δώρο της νέας ζωής και τη συγχώρεση των αμαρτιών τους. Είναι η εν πίστει ένωση τους, με άλλα λόγια η αποδοχή εκ μέ ρους τους του Χριστού ως Θεού και Σωτήρος. Είναι η ενότητα μέσα στην αγάπη τους γι' Αυτόν και εν Αυτώ μα και αναμεταξύ τους. Διασκορπισμένη σε ολόκληρο τον κόσμο και μεταξύ όλων των λαών, η Εκκλησία αποτελεί ένα νέο λαό του Θεού ενωμένο όχι κατά αίμα και σάρκα, όχι με επίγεια ενδιαφέροντα, όπως κυβερνήσεις ή έθνη, όχι με γλώσσα ούτε ακόμη με κοινή ιστορική μοίρα, αλλά ένα λαό ενωμένο δια της πίστεως στον Χριστό, δια της αγάπης τους σ' Αυτόν και δια της εμπειρίας της παρουσίας Του. «Εγώ μεθ' υμών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντέλειας του αιώνος» (Ματθ. 28:20).


Πάνω στη γη, ο άνθρωπος γεννιέται ως μέλος κάποιου συγκεκριμένου λαού ή έθνους. Όμως είναι δια του βαπτίσματος που ο χριστιανός γεννιέται και ενώνεται με τον καινούργιο λαό του Θεού. «Το νερό του βαπτίσματος», λέει ένας χριστιανός άγιος, «είναι για μας και τάφος και μητέρα». Τάφος, γιατί μέσα σ' αυτό το νερό ο άνθρωπος πεθαίνει, ο άνθρωπος που είναι περιορισμένος στα επίγεια και στα υλικά, στη «σάρκα και το αίμα». Μητέρα, γιατί με την ανάδυση απ' αυτό το νερό γεννιέται ένα νέο πρόσωπο - καθαρισμένο, συγχωρημένο, αναγεννημένο, που ζει ήδη εδώ και τώρα μια νέα και αιώνια ζωή.


Άνθρωποι προσέρχονται συνεχώς στον Χριστό. Ακ ούουν τη φωνή Του, Του δίνουν την καρδιά τους, την αγάπη τους, τη ζωή τους, και αυτή η αυτοπαράδοση στον Χριστό είναι το βάπτισμα. Έχοντας παραδοθεί σ' Αυτόν, αυτό που λαμβάνουν απ' Αυτόν σε ανταπόδοση είναι η ζωή Του, η αυτοπαράδοσή Του σε μας, και αυτή η αυτοπαράδοση του Χριστού σε μας είναι το βάπτισμα.

... Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών. Και ζωήν του μέλλοντος αιώνος. Αμήν.


Η λέξη κλειδί του Συμβόλου της Πίστεως, ο ακρογωνιαίος λίθος που υπονοείται σε κάθε ένα από τα άρθρα του μέχρις αυτό το σημείο, είναι το «Πιστεύω»: Πιστεύω σε ένα Θεό, πιστεύω στον Υιό Αυτού τον Ιησού Χριστό, πιστεύω στην ενσάρκωση Του «δι' ημάς και δια την ημέτεραν σωτηρίαν», πιστεύω στο Άγιο Πνεύμα και, τέλος, πιστεύω στην Εκκλησία.
Όμως τώρα, στο άρθρο που περαίνει το Σύμβολο της πίστεως και που συνοψίζει, αγκαλιάζει και ενώνει ολόκληρη την πίστη μας, ακούμε κάτι άλλο: «Προσδοκώ». «Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών. Και ζωήν του μέλλοντος αιώνος». Πρέπει λοιπόν να σταθούμε σ' αυτές τις νέες λέξεις για να δούμε πόσο πνευματικά αξιοθαύμαστες είναι.


Όχι μόνο η λέξη πίστη, αλλά επίσης και η βεβαίωση «Πιστεύω» μπορεί σίγουρα να βιωθεί και να κατανοηθεί με διαφορετικούς τρόπους. Λέγοντας, για παράδειγμα, «Πιστεύω στο αμετάβλητο των νόμων της φύσεως» δεν αποκαλύπτει ακόμα τίποτα σχετικά με την ενδόμυχη, προσωπική μου στάση απέναντι σ' αυτό το αμετάβλητο ή στους ίδιους τους νόμους, δεν εκφράζω ούτε χαρά ούτε λύπη γι' αυτούς. Όταν, ωστόσο, έχω απαριθμήσει όλα όσα πιστεύω και τότε προσθέτω επίσης πως «προσδοκώ» ή «περιμένω», αυτό δείχνει πως η πίστη μου έχει μεταμορφωθεί σε μια δρώσα κατάσταση που διαπερνά την εσωτερική μου ύπαρξη και ορίζει τη ζωή μου με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Πιστεύω και συνεπώς αναμένω. Προσδοκώ αυτό στο οποίο πιστεύω. Η προσδοκία αποκαλύπτεται εδώ ως η κατεύθυνση της πίστεως, ως μια πράξη πίστεως και η πίστη αποκαλύπτεται ως η πηγή αυτής της προσδοκίας. Το «προσδοκώ» μεταφέρει μαζί του την επιθυμία μου γι' αυτό που περιμένω, τη χαρά μου για την προσέγγιση του, για την προσέγγιση της ευτυχίας. Όμως μπορώ να έχω αυτή την αίσθηση της προσδοκίας, μόνο για κάτι που ήδη γνωρίζω, έστω και αποσπασματικά.


Αυτό μας φέρνει σ' αυτό που εγώ ονομάζω μοναδικότητα της χριστιανικής πίστεως, τη χαρά και το άπειρο βάθος της. Η χριστιανική πίστη δεν είναι μια επιβεβαίωση κάποιας αφηρημένης, νοερής αλήθειας · όχι, πάνω απ' όλα είναι μια δυναμική συνάντηση με Εκείνον τον οποίο επιβεβαιώνει και συνεπώς αποτελεί γνώση και δράση μέσα στην ψυχή, μια διείσδυση στην καρδιά. Προσδοκώ, περιμένω την ανάσταση των νεκρών, γιατί η πίστη εντός μου - έστω και μόνο στις καλύτερες, αγνότερες και πιο ανεβασμένες στιγμές της ζωής μου - έχει διαπεραστεί από το φως της αναστάσεως, από αυτή τη μυστηριώδη αλλά και υπέρτατα χαρούμενη γνώση πως ο Χριστός αναστήθηκε από τους νεκρούς, διανοίγοντας το δρόμο και για τη δική μας ανάσταση. Μας χάρισε την ίδια Του τη ζωή - αθάνατη, που λάμπει μέσα από το μνήμα, ελεύθερη από το θάνατο - και συνεπώς μεταμόρφωσε το θάνατο μας σε είσοδο, σε προσέγγιση, σε αρχή της νίκης. Περιμένω, προσδοκώ ανάστασιν νεκρών γιατί αυτή μου έχει ήδη δοθεί, γιατί όλη η χριστιανική πίστη δεν είναι τίποτα άλλο παρά η λογικά αναπόδεικτη μα ωστόσο αυταπόδεικτη εσωτερική γνώση, πως ο άνθρωπος κλήθηκε για την αιωνιότητα.


Να γιατί το Σύμβολο της Πίστεως κλείνει με τη χαρά αυτού του «Προσδοκώ», Αναμένω. Η ζωή συνεχίζεται. Η κάθε μέρα φέρνει μαζί της τις χαρές και τις λύπες της. Πέφτουμε, σηκωνόμαστε, ξαναπέφτουμε. Όμως, αν η πίστη μπήκε κάποτε στην ψυχή μας, αν ποτέ μας συνέβη αυτή η μερικές φορές σχεδόν ανεπαίσθητη συνάντηση με τον Χριστό, και εν Αυτώ με τον αγαθό και στοργικό Πατέρα · αν ποτέ άγγιξε την ψυχή μας η ανάσα του Αγίου Πνεύματος, αν ποτέ μας δόθηκε να δούμε όχι την εξωτερική αλλά την εσωτερική ζωή της Εκκλησίας, την συνεχή άνοδο της προς χαρά της Βασιλείας · αν ποτέ κατορθώσαμε να αγαπήσουμε την ακτινοβόλο εικόνα της Αειπαρθένου και να δούμε με την καρδιά μας το στοργικό χαμόγελο του Αγ. Σεραφείμ · αν ποτέ ακούσαμε κάποια εσωτερική φωνή να μας καλεί συνεχώς προς την πατρίδα, προς τον Θεό, τότε εκείνη τη στιγμή το «πιστεύω» μεταμορφώνεται μέσα μας σε «προσδοκώ», περιμένω, επιθυμώ, αγαπώ, αναμένω... και εξωτερικά, ίσως, τίποτα να μην έχει συμβεί ή τίποτα δεν θα συμβεί στη ζωή μου.


Όμως, στο βάθος της ζωής μου, αυτό το «προσδοκώ» βασιλεύει τώρα. Ω, θα καταπνίγεται πάντοτε από την ακαταστασία και το θόρυβο της ζωής μου και θα φαίνεται σα να καταποντίζομαι στην καθημερινότητα των βιοτικών μερίμνων, όμως από εδώ και στο έξης δεν θα μπορώ εντελώς να λησμονήσω, δεν θα μπορώ εντελώς να προδώσω αυτή τη χαρά, αυτή την καινούργια ζωή, που αρχίζει να λάμπει μέσα μου.
«Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος. Αμήν».


Μέσα σε κάποια γωνιά της ψυχής μου έχω γευθεί αυτή τη ζωή και γνωρίζω πως ήδη εδώ και τώρα, έχει αρχίσει και είναι προσιτή. Και συνεπώς ο καθένας που πιστεύει στον Χριστό, δεν αναζητά απλά κάποια βοήθεια απ' Αυτόν σε «αυτόν τον κόσμο», σ' αυτή τη ζωή, αλλά Τον περιμένει και τον προσδοκά. «Έρχου, Κύριε Ιησού» (Άποκ. 22:20).